Ο πατέρας του Άντον Τσέχωφ ήταν ένας αυστηρός καταστηματάρχης, με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Έπαιζε μανιωδώς βιολί και ονειρευόταν μια καριέρα στη μουσική, η οποία δυστυχώς έμεινε όνειρο. Εμφύσησε όμως με την καλλιτεχνική ευαισθησία τους γιους του, που ασχολήθηκαν με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική, ίσως και για να ξεφύγουν από τον αυταρχικό πατέρα τους.

Ο Άντον γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1860. Ήταν πιο πρακτικός από τα αδέρφια του, ή μάλλον αναγκάστηκε να γίνει.
Ανέλαβε να συντηρήσει την οικογένειά του, όταν το κατάστημα του πατέρα του χρεοκόπησε και η οικογένεια μετακόμισε στη Μόσχα, για να αποφύγει τους δανειστές. Δεν απέφυγε όμως τη φτώχεια. Ο Τσέχωφ σπούδαζε ιατρική και παράλληλα έγραφε σύντομες κωμικές ιστορίες για διάφορα περιοδικά. Ό, τι χρήματα έβγαζε, πήγαιναν κατευθείαν στους γονείς του.

Άντον Τσέχωφ

Οι δύο αδερφοί του προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν, στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική αντίστοιχα, αλλά δεν τα κατάφερναν, παρότι ταλαντούχοι.
Ο Άντον όμως ξεχώρισε.
Οι ιστορίες του είχαν μεγάλη απήχηση, το όνομά του άρχισε να διαδίδεται. Ακόμη και ο διάσημος λογοτέχνης Ντμίτρι Γκριγκόροβιτς, εκθείασε το ταλέντο του, προκαλώντας περιέργεια και σε άλλους να διαβάσουν τα έργα του.
Τον συμβούλευσε μάλιστα να σεβαστεί τις σπάνιες ικανότητές του και ο νεαρός Τσέχωφ απάντησε ότι μέχρι τότε, πράγματι δεν είχε πάρει ποτέ στα σοβαρά τη συγγραφή, θεωρώντας τη, μόνο μία ευχάριστη ασχολία.

Ήταν ένας γιατρός που έβγαζε ελάχιστα χρήματα απ’ το ιατρείο του, καθώς δεν δεχόταν να τον πληρώσουν οι πιο φτωχοί ασθενείς του, που όμως ήταν και οι περισσότεροι.

Η φιλανθρωπική δράση του Τσέχωφ δεν σταμάτησε εκεί.
Το 1890 ταξίδεψε στο νησί Σαχαλίνη, βόρεια της Ιαπωνίας, όπου έμεινε για δύο χρόνια με τους χιλιάδες κατάδικους που ήταν φυλακισμένοι στο νησί.
Τρία χρόνια αργότερα, εκδόθηκε η έρευνά του, ένα επιστημονικό έργο που τόνιζε την ανάγκη για να βελτιωθούν άμεσα οι συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης των φυλακισμένων. Σήμερα ακούγεται αυτονόητο, στην εποχή του όμως, ήταν ένα καινοτόμο αίτημα.
Το 1892, αφού επέστρεψε απ’ τη Σαχαλίνη, τα οικονομικά του βελτιώθηκαν και αγόρασε ένα σπίτι στην εξοχή, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του.
Έλεγε: «Αν είμαι γιατρός, χρειάζομαι ασθενείς. Έτσι, αν είμαι συγγραφέας, πρέπει να ζω μαζί με άλλους ανθρώπους, όχι σε έναν δρόμο της Μόσχας».
Αστειευόταν ότι του άρεσε να παριστάνει τον λόρδο και φρόντιζε τις ανάγκες των φτωχότερων χωρικών.
Με χρήματα που μάζεψε από εράνους και δωρεές, έχτισε σχολεία, νοσοκομεία και πυροσβεστικό σταθμό, ενώ επέβλεπε δεκάδες ασθενείς, όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας. Παρά τις εξαντλητικές ώρες, ο Τσέχωφ έγραψε πολλά από τα αριστουργήματά του εκείνη την περίοδο.

Διαβάστε ακόμα: Λέων Τολστόι, Άντον Τσέχωφ και Μαξίμ Γκόρκι. Οι σχέσεις των τριών κορυφαίων συγγραφέων, όπως τις περιέγραψε σε κείμενό του, ο Μένης Κουμανταρέας.

Η επαφή με τους χωρικούς τον ενέπνεε και το 1894 άρχισε να γράφει το «Γλάρο».
Δύο χρόνια αργότερα, το έργο ανέβηκε στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης, όπου απέτυχε παταγωδώς.

Ο κόσμος δεν κατάλαβε το πρωτοποριακό στήσιμο του θεατρικού και οι ηθοποιοί ξεχνούσαν συνεχώς τα λόγια τους.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τσέχωφ δεν το έβαλε κάτω και η παράσταση ανέβηκε ξανά, αυτή τη φορά στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι, η τεχνική του οποίου απογείωσε το έργο. Αυτή τη φορά η παράσταση σημείωσε τεράστια επιτυχία. Ακολούθησε «ο Θείος Βάνιας».

Ο Τσέχωφ και η Όλγα στο μήνα του μέλιτος
Ο Τσέχωφ και η Όλγα στο μήνα του μέλιτος

Ο Τσέχωφ δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και η υγεία του κλονίστηκε.
Έπασχε από φυματίωση και οι γιατροί του σύστησαν να μετακομίσει σε πιο εύκρατο κλίμα, γιατί το κρύο της Μόσχας χειροτέρευε την κατάστασή του. Εγκαταστάθηκε στη Γιάλτα, όπου ζούσε ήρεμα με τη μητέρα και την αδερφή του.
Ένιωθε όμως φυλακισμένος και αποκαλούσε το σπίτι, «ζεστή Σιβηρία».

Ανυπομονούσε να επιστρέψει στη Μόσχα, στο θέατρο και στην ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, που είχε αφήσει πίσω.
Όταν την είχε δει πρώτη φορά στη σκηνή, έγραψε: «Αν έμενα στη Μόσχα, θα την είχα σίγουρα ερωτευτεί».

Τα λόγια του αποδείχτηκαν προφητικά καθώς το 1901, παντρεύτηκαν.
Δεν ειδοποίησαν σχεδόν κανέναν πριν παντρευτούν, γιατί ο Τσέχωφ απεχθανόταν τις συγκεντρώσεις και τα σχόλια των συγγενών.
Είχε ζητήσει απ’ την Όλγα να κρατήσει κρυφό τον αρραβώνα τους και έτσι έγινε.
Ζούσαν χωριστά, ο Τσέχωφ στη Γιάλτα και η Όλγα στη Μόσχα, όπου συνέχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το θέατρο.

Η απόσταση ταίριαζε στον συγγραφέα, που είχε γράψει σε φίλο του: «Υπόσχομαι να είμαι ένας εξαιρετικός σύζυγος, αλλά δώσε μου μια σύζυγο που, σαν το φεγγάρι, δεν θα εμφανίζεται στον ουρανό μου κάθε βράδυ».

Την άνοιξη του 1904, ο Τσέχωφ αρρώστησε βαριά, ενώ ταξίδευε στο Badenweiler της Γερμανίας.
Μέρα με τη μέρα, η κατάσταση χειροτέρευε και όλα έδειχναν πως δεν θα ανάρρωνε.
Η σύζυγός του, Όλγα, περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές του το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1904:

«Ξύπνησε και δεν μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά. Ο γιατρός μου είπε να του δώσω ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο Τσέχωφ ήπιε μια γουλιά και είπε στα γερμανικά: «Πεθαίνω». Και χαμογέλασε. Γλυκά, όπως πάντα. Και είπε ότι δεν είχε πιει σαμπάνια για πολλά χρόνια. Τελείωσε το ποτό του, γύρισε πλευρό και πέθανε».

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here