Η συνθηκολόγηση των νικητών

Παρά τη λυσσαλέα άμυνα των Ελλήνων μαχητών στα οχυρά της Μακεδονίας – Θράκης, η παραβίαση από τους Γερμανούς θέσεων-κλειδιών της ελληνοβρετανικής άμυνας στην κεντρική και δυτική Μακεδονία ουσιαστικά προδιέγραψε το τέλος του ελληνογερμανικού πολέμου.
Η εσπευσμένη διαταγή σύμπτυξης και οι συγκεχυμένες ειδήσεις από τη Μακεδονία επενεργούσαν στο ηθικό των (έτσι και αλλιώς καταπονημένων) ανδρών του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου, όπως το νερό στο αλάτι!
Πρώτα άρχισε να συμπτύσσεται (τη νύκτα της 13ης Απριλίου) η V Μεραρχία του Β’ Σώματος Στρατού.
Πολύ σύντομα η πορεία σύμπτυξης μετατράπηκε, σε πολλές περιπτώσεις, σε φυγή πανικόβλητων στρατιωτών.
«Και βλέπω σε λίγο να αληθεύει αυτό που είπε κάποιος τρανός για τον Ελληνικό Στρατό: Πως είναι ο πρώτος στη μάχη και ο χειρότερος στην υποχώρηση… Πετάνε τα ντουφέκια. Αυτά τα τιμημένα όπλα που βρόντησαν στ’ αυτιά όλου του κόσμου. Έσπασε κι’ η πειθαρχία» (απόσπασμα από το ημερολόγιο πολέμου του Βάσου Τσιμπιδάρου).

Γερμανοί προωθούνται μετά την υπογραφή συνθηκολόγησης. Φωτογραφία από τη συλλογή του Ηλία Κοτρίδη
Γερμανοί προωθούνται μετά την υπογραφή συνθηκολόγησης. Φωτογραφία από τη συλλογή του Ηλία Κοτρίδη

Η κατάσταση των άλλων μεραρχιών δεν ήταν καλύτερη.
Η μαρτυρία του βετεράνου πολεμιστή Γεωργίου Ξυλά είναι αποκαλυπτική:
«Δε σταθήκαμε καθόλου. Η νύχτα μας βρίσκει σ’ ένα δρόμο γεμάτο λάσπες και νερά. Τα μάτια μας κλείνουν από την κούραση, οι αρβύλες μας πληγιάσανε τα πόδια. Πολλοί ακουμπάνε πάνω στα μουλάρια και κοιμούνται ορθοί. Ένας ανθυπολοχαγός χτυπά έναν στρατιώτη. Εκείνος τραβά μια χειροβομβίδα που είχε στην τσέπη, ετοιμάζεται να τα κάνει θάλασσα. Πέφτουμε απάνω του, τον κρατάμε. «Βρε τι πας να κάνεις τώρα, που φτάνουμε». «Όσοι βαστάνε τα πόδια σας φεύγετε», φωνάζει ο ταγματάρχης.

Γερμανοί προσέρχονται στο Ρούπελ αιτούμενοι εξάωρη εκεχειρία για την περισυλλογή νεκρών και τραυματιών..."η οποία και τους εδόθη με την εντολήν να μην την παραβιάσουν διότι άλλως θα εβάλλοντο. Εποφελούμενος της εκεχειρίας αποστέλλω εις ύψωμα 350 λοχίαν σιτιστήν με ημίονας δια την μεταφοράν τροφίμων. Εις τον λοχίαν σιτιστή συνέστησα όπως παρακολουθεί τας Γερμανικάς εκδηλώσεις. Όταν επέστρεψεν μοι ανέφερεφεν ότι άπασαι αι χαραδρώσεις από του υψώματος 350 έως το χωρίον Καπνότοπος ήσαν κατάφορτοι νεκρών και τραυματιών, μεταφερόμενοι δια παντός μέσου...". Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Υπλγού Νιάνιου Δημ., που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Ηλία Κοτρίδη
Γερμανοί μπροστά στο οχυρό Ρούπελ ζητούν εξάωρη εκεχειρία για την περισυλλογή νεκρών και τραυματιών η οποία και τους εδόθη με την εντολήν να μην την παραβιάσουν διότι άλλως θα εβάλλοντο.  Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Κοτρίδη» Ρούπελ Αναμνήσεις των πρωταγωνιστών»

Η ανακοίνωση της ανακωχής που υπέγραψε ο στρατηγός Τσολάκογλου με τον υποστράτηγο Ζεπ Ντίτριχ της LSSAH (20 Απριλίου) προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα στις καταπονημένες ελληνικές μονάδες.
Πολλές μαρτυρίες των βετεράνων πάντως, κάνουν λόγο για «χαρμόσυνο άγγελμα».
«Αδιαφορούσαμε πλέον για τους όρους της ανακωχής. Χωρίς νερό και φαγητό, από δύο η τριών ημερών, οι περισσότεροι αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν φωνάζοντας “Χριστός Ανέστη”, γιατί η ημέρα της ανακωχής συνέπεσε να είναι η ημέρα της Ανάστασης και του Πάσχα. Όλοι ήλπιζαν ότι απέφυγαν τη βεβαία αιχμαλωσία από τους Ιταλούς και τους ήταν αδιάφορο ποια θα ήταν η τύχη τους στα χέρια των Γερμανών». (Παν. Λαμπρόπουλος, Το 9ο Σύνταγμα εις την Αλβανίαν).

«Περνούμε την χαραυγή στο Λεσκοβίκι. Είδηση περί ανακωχής. Ακούμε ένα σάλπισμα “Παύσατε πυρ!” Πανζουρλισμός! Πυροβολισμοί στον αέρα από χαρά. Ντροπή μας γιατί δεν ήταν ανακωχή που μας επιτρέπει να γυρίσουμε υπερήφανοι και νικηταί… Ο Κίμων κλαίει. Το άγγελμα της ανακωχής δεν το δέχθηκα με χαρά. Δεν ξέρω γιατί ήμουν στεναχωρημένος» (απόσπασμα από το ημερολόγιο πολέμου του Πάνου Πανταζόπουλου).

Πολλοί επίσης αξιωματικοί εκτίμησαν θετικά την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου.
Ο ανθυπολοχαγός ΠΖ Σταύρος Παπάς, μαχητής του ελληνοϊταλικού μετώπου, δήλωσε στον γράφοντα: «Καλώς έκανε τη συνθηκολόγηση ο Τσολάκογλου. Σε διαφορετική περίπτωση οι Ιταλοί θα έπιαναν αιχμάλωτο ολόκληρο τον στρατό της Αλβανίας»…
«Εβαδίζαμε επί 10 ημέρες μέχρι να φθάσουμε στα Γιάννενα, στο δρόμο συναντούσαμε γερμανικά στρατεύματα και εκείνοι μας έλεγαν να κάνουμε πιο γρήγορα γιατί θα σας πιάσουν αιχμαλώτους οι Ιταλοί και θα βρεθείτε στην Ιταλία. Τα πόδια μας είχαν κάνει φουσκάλες και ο γρήγορος βηματισμός ήταν πολύ δύσκολος και από την άλλη πλευρά η αγωνία μας μην μας πιάσουν οι Ιταλοί και να γυρίσουμε γρήγορα στα σπίτια μας, στους δικούς μας» (Γεώργιος Πετρίδης).

Την ίδια ημέρα εκδόθηκε και το τελευταίο πολεμικό ανακοινωθέν από ελληνικής πλευράς. Από το παρακάτω απόσπασμα διαφαίνεται το ενδιαφέρον των Ελλήνων επιτελών να μην ηττηθούν από τους Ιταλούς ακόμη και την ύστατη στιγμή: «Είναι βεβαιωμένον ότι κατά την ώραν της συνθηκολογήσεως ιταλικαί δυνάμεις δεν είχον κατορθώσει να εισέλθουν εις ελληνικόν έδαφος, αλλ’ εκρατήθησαν υπό των δυνάμεων μας επί αλβανικού τοιούτου»…

Roupel startiotes
Ελληνες αιχμάλωτοι στα οχυρά

Εν τω μεταξύ, οι θλιβερές φάλαγγες των Ελλήνων στρατιωτών προσέγγιζαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα: «Και ξανάρχισε το βάδισμα. Έχουμε ακόμη πέντε έξι ώρες για τα σύνορα… Πολλοί πετάξανε τους γυλιούς. Είναι αφόρητος αυτός ο γυλιός. Πονάνε οι πλάτες που θαρρείς τις πριονίζουν σε κάθε βήμα. Μουσκέψαμε, τσακίσαμε, πεινάμε, τα μάτια κλείνουν από τη νύστα και το κορμί βαραίνει. Τα πόδια φουσκώσανε ύστερα από το κρύο νερό του ποταμιού. Να μπορούσα να βγάλω τις αρβύλες μου, να τις πετάξω μακριά, να μην τις ξαναφορέσω ποτέ μου! Ζαλίζομαι από την πείνα… Πολλοί πετάξανε τα όπλα τους να είναι ελαφρότεροι. Άλλοι τα κουβαλάνε. Σέρνω κι’ εγώ το οπλοπολυβόλο. Όσο και αν με τυραννάει, δεν το αφήνω. Το κουβαλάω σαν κατάρα. Κάθε τόσο στέκομαι, τ’ ακουμπώ χάμω, το κοιτάζω και λέω να το ρίξω σε καμιά ρεματιά βγάζοντας του το κινητό ουραίο και όμως νάτο πάλι στην πλάτη μου. Κι όλο περπατάμε λοξεύοντας προς την Ήπειρο, προς τα βουνά» (Άγγελος Βλάχος, Το μνήμα της γριάς).

Ωστόσο, κάποιες μονάδες υποχώρησαν με απόλυτη τάξη. Ο Σταύρος Παπάς περιέγραψε στον γράφοντα τη συντεταγμένη υποχώρηση, από την πρώτη γραμμή έως τα Ιωάννινα: «Το ηθικό μας ήταν καλό αν και υπήρχε στεναχώρια. Φτάσαμε συντεταγμένοι μέχρι τα Γιάννενα. Εκεί συναντήσαμε Γερμανούς οι οποίοι μας πέταγαν τσιγάρα. Είπα στους άνδρες μου “μην τα παίρνετε”. Πράγματι δεν πήρε κανένας».
Οι πρώτες μονάδες που έφταναν στην Ήπειρο παρέδιδαν τον οπλισμό τους και διαλύονταν. Ο λόγος πάλι στον Σταύρο Παπά: «Στο χωριό Κατσικά των Ιωαννίνων παραδώσαμε τον οπλισμό μας στους Γερμανούς. Οι αξιωματικοί κρατήσαμε τα περίστροφά μας».

Κάποιες άλλες ωστόσο, έφθασαν με τον οπλισμό τους νοτιότερα.
Ο Βάιος Μύρικνας έκανε λόγο για καταστροφή των όπλων στην Υπάτη: «Φθάσαμε στην Υπάτη έξω από τη Λαμία. Εκεί σε μια χαράδρα διαλύσαμε τα όπλα και τα πετάξαμε».
Ο Σταύρος Γαλανός, υπολοχαγός ΠΒ, κατήλθε με την πυροβολαρχία του μέχρι την Άμφισσα: «Παραμονές του Πάσχα στρατοπεδεύσαμε στην Ανατολή, ένα χωριό κοντά στα Γιάννενα. Εκεί ο επικεφαλής μιας γερμανικής περιπόλου μου πήρε τα κιάλια μου με τη δικαιολογία ότι ήταν κατασκευασμένα στη Γερμανία, πληρωμένα όμως από εμένα. Συνεχίσαμε την πορεία μας αποφεύγοντας τους κύριους δρόμους για να μην έχουμε κανένα κακό συναπάντημα με τους Γερμανούς. Τα κανόνια τα άφησα σε έναν ελαιώνα στην Άμφισσα, αφού τα αχρήστευσα βγάζοντας τους τα κλείστρα».

503287-ÂïëÞ üëìïõ_áëâáíéêü ìÝôùðï 1940

Οι μαρτυρίες των βετεράνων για τις ημέρες εκείνες επικεντρώνονται στον αποχωρισμό από τα όπλα τους ο οποίος εμπεριείχε μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση.
«Ακολούθησε η ολοκλήρωση της υποχωρήσεως και με τελευταίο καταυλισμό το χωριό Νότια του Μαντείου της Δωδώνης, διαλυθήκαμε. Αλησμόνητη μου μένει η συγκίνηση και το κλάμα που κάναμε εγώ και ο έφεδρος υπολοχαγός Βλαχάκης, όταν με διαταγή, παραδώσαμε όλο τον οπλισμό και το στρατιωτικό υλικό του τάγματος που είχε συγκεντρωθεί στο μικρό εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής του Μαντείου της Δωδώνης. Ο δε Γερμανός λοχίας που παρέλαβε το υλικό, σαν είδε το κλάμα μας, μας χαιρέτησε πρώτα με θερμή χειραψία κι έπειτα με στρατιωτικό χαιρετισμό. Κλείδωσε έπειτα το εξωκλήσι και έφυγε, αφήνοντάς μας σύξυλους εκεί. Ήταν αυτή για μας η θλιβερότερη ημέρα, η πρώτη για μας της γερμανοϊταλικής κατοχής…» ( Αλέξανδρος Λαζάνης, Αναμνήσεις από το μέτωπο του 1940 και της κατοχής).

«Επιτέλους, νύκτα ακόμη φθάσαμε στη γέφυρα Μπαλντούμα, όπου για να περάσουμε, έπρεπε να αφοπλιστούμε- να παραδώσουμε τα ιερά όπλα μας στους Γερμανούς που βρίσκονταν στη μια πλευρά της γέφυρας.
Άλλο τραύμα αυτό. Πώς θα παρέδιδα το όπλο μου που μου είχε εμπιστευτεί η πατρίδα μου και το είχα τιμήσει; Πώς θα μπορούσα να υποστώ τη δοκιμασία και την ταπείνωση αυτή; Δεν θέλω να κρίνω τους συναδέλφους μου, που όλοι έκαναν το καθήκον τους, σε κάθε περίπτωση, όμως βρισκόμουν σε δίλημμα. Να αιχμαλωτιστώ από τους νικημένους Ιταλούς ή να περάσω στους Γερμανούς παραδίδοντας τους το όπλο μου, που ήταν ελπίδα και σύντροφος μου σ’ όλο τον πόλεμο; (Αλέξανδρου Λαγκαδά, Αλβανία).

«Πάω σ’ ένα χωριάτη: “Θέλω να σου ζητήσω κάτι. Αυτό το όπλο μπορείς να το κρύψεις; Μπορείς; Αυτό το όπλο’’ του λέω, “είναι η Ελλάδα και πρέπει να ξαναμιλήσει πάλι. Μπορείς να το κρύψεις; Στο λόγο σου…” “Mάλιστα” μου λέει. Του έδωσα και τις σφαίρες, το φίλησα κλαίγοντας και του το παρέδωσα» (Κώστας Ζαχαράκης, συνέντευξη στον Νίκο Γιαννόπουλο).

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Γιαννόπουλου: «Ο ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ- ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΟΧΙ». Εκδόσεις Historical Quest.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here