Η 15η Μαρτίου του 1985 αποτελεί μέχρι σήμερα «μαύρη επέτειο» για το χωριό Παλιά Βίγλα της Άρτας.
Ήταν Παρασκευή περίπου στις 11 τη νύχτα, όταν ο Παντελής Μπιζώνης μπήκε στο καφενείο του Ναπολέοντα Ευστρατίου.
Εκεί συνάντησε τον συγχωριανό του, Σπύρο Τζώρα, ο οποίος τον κάλεσε να τον κεράσει.
Αντί να τσουγκρίσουν τα ποτήρια και να πιουν το κρασί τους, οι δύο άντρες διαπληκτίστηκαν γιατί ο Μπιζώνης θεώρησε προσβολή το κέρασμα.
Όπως αποδείχτηκε αργότερα, ο Τζώρας είχε προσκαλέσει και στο παρελθόν τον Μπιζώνη για κέρασμα και τελικά δεν είχε πληρώσει, με αποτέλεσμα να τον ντροπιάσει.
Μετά τον καυγά, ο Μπιζώνης έφυγε εκνευρισμένος από το καφενείο και όλοι πίστεψαν ότι το ζήτημα είχε λήξει.
Έκαναν λάθος.
Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε στο καφενείο κρατώντας την καραμπίνα του.
Πριν προλάβει κανείς να αντιδράσει, πυροβόλησε και σκότωσε εν ψυχρώ τον Τζώρα.
Ο ιδιοκτήτης του καφενείου αλλά και ένας ακόμα κάτοικος, ο Σπύρος Τζώρας (συνωνυμία με το πρώτο θύμα) προσπάθησαν να τον αφοπλίσουν.
Δεν τα κατάφεραν.

Το καφενείο όπου ξεκίνησε το μακελειό
Το καφενείο όπου ξεκίνησε το μακελειό

Ο Μπιζώνης σκότωσε τον καφετζή, έναν ακόμα θαμώνα τον Λευτέρη Μπιζώνη και τραυμάτισε τον Τζώρα, ο οποίος ωστόσο κατάφερε κάποια στιγμή να τον αφοπλίσει.
Μετά το τριπλό φονικό, ο δράστης βγήκε από το καφενείο μαινόμενος. Ήταν εκτός ελέγχου και λογικής.
Πήγε στο σπίτι του, άρπαξε ένα δεύτερο όπλο και κατευθύνθηκε ξανά προς το καφενείο.
Στη διαδρομή συνάντησε τρεις συγχωριανούς του.
Την Αφροδίτη Τζώρα, μητέρα του τραυματισμένου νεαρού που τον είχε αφοπλίσει, τον Βασίλη Μπιζώνη, που ήταν ξάδελφός του και τη σύζυγό του Παναγιώτα.
Τους σκότωσε και τους τρεις.
Αμέσως τράπηκε σε φυγή.

Πέντε από τα έξι θύματα
Πέντε από τα έξι θύματα

Οι κάτοικοι της Βίγλας ειδοποίησαν την αστυνομία η οποία κατέφθασε και άρχισε να αναζητά τον φονιά.
Λίγο αργότερα τον εντόπισαν σε μια στάνη και τον κάλεσαν να παραδοθεί.
Αρχικά αρνήθηκε, αλλά όταν κατάλαβε ότι ήταν περικυκλωμένος και δεν μπορούσε να ξεφύγει, πέταξε το όπλο του και παραδόθηκε.
Οι αρχές είχαν ήδη φροντίσει να λάβουν μέτρα προστασίας της συζύγου και των στενών συγγενών του για να αποφύγουν τη βεντέτα.
Το χωριό Βίγλα είχε τότε περίπου 300 κατοίκους οι περισσότεροι από τους οποίους συνδέονταν με μακρινή συγγένεια και έτσι οι αστυνομικοί υπέθεσαν ότι θα ξέσπαγε βεντέτα.
Την επόμενη ημέρα όλο το χωριό πενθούσε τα αδικοχαμένα θύματα.

«Έχω τρία παιδιά. Τι θα απογίνουμε τώρα; Έμαθα για τον θάνατο του άντρα μου, στον δρόμο.
Έλειπε από το σπίτι και ανησύχησα γιατί ήταν αργά. Βγήκα από το σπίτι να τον αναζητήσω και άκουσα τους πυροβολισμούς.
Σε λίγο έμαθα ότι μου τον είχαν σκοτώσει», είπε η σύζυγος του Σπύρου Τζώρα.

Οι συγγενείς των θυμάτων θρηνούν
Οι συγγενείς των θυμάτων θρηνούν

«Άκουσα τους πυροβολισμούς, κατάλαβα ότι έπεσαν στο καφενείο, όπου ήξερα ότι βρισκόταν ο άντρας μου. Έτρεξα και τον είδα αγνώριστο μέσα σε λίμνη από αίμα μαζί με τους άλλους», ανέφερε η χήρα του Λευτέρη Μπιζώνη.
Ο τραυματίας Σπύρος Τζώρας δήλωσε στους αστυνομικούς και τους δημοσιογράφους ότι κατά την άποψή του, στόχος του δράστη ήταν ο Λευτέρης Μπιζώνης.
«Ο φονιάς τον ζήλευε θανάσιμα γιατί είχε αποκτήσει οικονομική άνεση, ενώ ο ίδιος είχε φτωχύνει προικίζοντας τα τέσσερα κορίτσια του».
Ο φονιάς ανέφερε ότι αιτία της τραγωδίας ήταν το ποτό.
«Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ήταν αυτό που έκανα. Μόνο μια εξήγηση μπορώ να δώσω.
Αυτό το καταραμένο το πιοτό ήταν η αιτία. Ήμουνα μεθυσμένος.
Είχα πιει πολύ, θόλωσε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι έκανα.
Την πλήρωσαν άνθρωποι που δεν έφταιγαν σε τίποτα».
Όταν όμως κατάλαβε τι έκανε ήταν αργά…

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here