Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να συλληφθούν και να μπει τέλος στην αιματοχυσία που τρομοκράτησε την Αμερική τον 18ο αιώνα. Οι αδερφοί Χαρπ δεν επέλεγαν τα θύματά τους. Απλώς σκότωναν όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά…

Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή των δύο serial killers προτού αιματοκυλίσουν το Τενεσί, το Κεντάκι, το Ιλινόις και το Μισισίπι.
Λέγεται οτι γεννήθηκαν στη Βόρεια Καρολίνα από σκοτσέζους γονείς ή ότι ήταν πρώτα ξαδέρφια που ονομάζονταν Τζόσουα και Γουίλιαμ Χάρπερ και άλλαξαν το επώνυμό τους σε Χαρπ, όταν μετανάστευσαν στην Αμερική από τη Σκοτία το 1759.
Σύμφωνα με την τελευταία θεωρία, οι πατεράδες τους ήταν οι αδερφοί Τζον και Γουίλιαμ Χάρπερ που εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Καρολίνα μεταξύ του 1761 και του 1763. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας οι δύο πατεράδες επιχείρησαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Αμερικανών, αλλά τους το αρνήθηκαν, καθώς νωρίτερα είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Βρετανών. Μάλιστα, πολλοί πιστεύουν ότι οι γιοι τους άρχισαν το αιματοκύλισμα ως εκδίκηση για τη συμπεριφορά των Αμερικανών στις οικογένειές τους.
O Μάικατζα και ο Γουίλι Χάρπ, οι οποίοι πήραν τα προσωνύμια «μεγάλος» και «μικρός» αντίστοιχα, λόγω της διαφοράς ύψους, πήραν μέρος στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, όχι όμως για να υπερασπιστούν το βρετανικό στέμμα. Ήθελαν να σκοτώσουν και να βασανίσουν. Έγιναν μέλη μιας συμμορίας Τόρις που βίαζε, έκλεβε, έκαιγε περιουσίες και σκότωνε κόσμο.

Τα δυο αδέρφια έγιναν ο φόβος κι ο τρόμος στην Αμερική του 18ου αιώνα

Αργότερα, οι αδερφοί Χαρπ μετακινήθηκαν και πήγαν στο Τενεσί όπου έμειναν 12 χρόνια. Τα δύο αδέρφια απήγαγαν δύο νεαρές γυναίκες και τις ανάγκασαν να τους παντρευτούν. Ήταν η Μαρία Ντέιβιντσον και η Σούζαν Γουντ, κόρη ενός λοχαγού που είχε πυροβολήσει και τραυματίσει τον Γουίλι, όταν είχε προσπαθήσει να απαγάγει ένα άλλο κορίτσι.
Οι δύο άντρες μεταχειρίστηκαν τις γυναίκες με τον χειρότερο τρόπο. Τις χτυπούσαν, τις έδεναν με αλυσίδες και τις βίαζαν. Η Μαρία και η Σούζαν έμειναν έγκυες αρκετές φορές, αλλά όταν γεννούσαν, τα αδέρφια σκότωναν τα παιδιά τους!

Το «μονοπάτι του θανάτου»

Οι Χαρπ έφυγαν από την περιοχή που ζούσαν και μαζί με τις γυναίκες τους πήγαν σε άλλο μέρος, όταν έμαθαν ότι θα γινόταν επίθεση από τους Αμερικανούς. Άρχισαν τις ληστείες και τους βασανισμούς των εποίκων.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Μάικατζα και ο Γουίλι θα ξεκινήσουν το λεγόμενο «μονοπάτι του θανάτου», μια σειρά δολοφονιών σε Τενεσί, Κεντάκι και Ιλινόις.
Το 1797 τα δύο αδέρφια εκδιώχθηκαν από το Νόξβιλ όπου ζούσαν, καθώς κατηγορήθηκαν για κλοπές αλόγων, αλλά και για κάτι ακόμα χειρότερο: σκότωσαν έναν άνθρωπο, γέμισαν το στήθος του με πέτρες και τον πέταξαν σε ένα ποτάμι. Αυτή ήταν η μέθοδος που θα ακολουθούσαν στις δολοφονίες και η οποία θα τους χαρακτήρισε αργότερα ως «κατά συρροή δολοφόνους».

Σε αυτό το σημείο οι Χαρπ σκότωσαν έναν νεαρό σκλάβο, χτυπώντας το κεφάλι του στο δέντρο

Μετά το Νόξβιλ, οι Χαρπ συνέχισαν τη δράση τους στο Κεντάκι, σκοτώνοντας κατοίκους της περιοχής. Κατέληξαν στη φυλακή μετά τη μαρτυρία ενός ξενοδόχου ότι αυτοί ήταν οι δράστες των δολοφονιών. Δεν έμειναν όμως για πολύ πίσω από τα κάγκελα. Με κάποιο τρόπο κατάφεραν να δραπετεύσουν και το πρώτο που έκαναν ήταν να σκοτώσουν τον γιο του ανθρώπου που βοήθησε τις αρχές να τους πιάσει. Ο Κυβερνήτης τους επικήρυξε με 300$ τον καθένα, αλλά οι δυο τους είχαν ήδη φύγει για πιο βόρεια. Στον δρόμο τους σκότωσαν άλλους πέντε ανθρώπους.
Όταν έφτασαν στο νότιο Ιλινόις, βρήκαν καταφύγιο σε ένα μέρος που το αποκαλούσαν «Σπηλιά του βράχου». Ήταν το οχυρό του Σάμιουελ Μέισον, διάσημου πειρατή και αρχηγού συμμορίας που πραγματοποιούσε επιθέσεις σε ποταμόπλοια.
Πολύ σύντομα ο Μέισον κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τα δύο αδέρφια.
Ακόμα και η σκληρή συμμορία του Μέισον δεν άντεξε τις φρικαλεότητές τους.
Το αποκορύφωμα ήταν όταν οι Χαρπ άρχισαν να ανεβάζουν αιχμαλώτους στην κορυφή ενός λόφου, όπου τους έγδυναν και τους πετούσαν στο κενό. Τότε ήταν που η συμμορία αποφάσισε να τους διώξει από το οχυρό της.

Η «Σπηλιά του βράχου»

Οι σκληροί κακοποιοί επέστρεψαν μαζί με τις γυναίκες τους στο Τενεσί. Δεν σταμάτησαν τις δολοφονίες.
Αντιθέτως, σκότωναν περισσότερους!
Ένας βρέθηκε ξεκοιλιασμένος μέσα σε ένα ποτάμι, σε έναν άλλον έκοψαν τον λαιμό και ένας πατέρας με τον γιο του βρέθηκαν με κομμένα κεφάλια.
Οι Χαρπ σκότωσαν επίσης ένα μικρό κορίτσι, έναν νεαρό σκλάβο και μια ολόκληρη οικογένεια την ώρα που κοιμόταν.
Το 1798 ο «μεγάλος» Χαρπ έκανε το πιο φρικτό του έγκλημα: έλιωσε το κεφάλι της μικρής του κόρης σε ένα δέντρο, γιατί τον ενοχλούσε το συνεχές κλάμα της. Αργότερα είπε ότι το μετάνοιωσε. Αλλά οι δολοφονίες συνεχίστηκαν από τα δύο αδέρφια.
Βρήκαν κατάλυμα στο σπίτι της οικογένειας Στήγκαλ που δεν είχε ιδέα για τη δράση τους και προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει.
Το ίδιο βράδυ κιόλας σκότωσαν έναν άλλο φιλοξενούμενο της οικογένειας, το μόλις τεσσάρων μηνών μωρό τους, επειδή έκλαιγε και την κυρία Στήγκαλ, επειδή ούρλιαζε μόλις είδε νεκρό το παιδί της.
Σύντομα οργανώθηκε μια ομάδα καταδίωξης μέλος της οποίας ήταν και ο κ. Στήγκαλ, ο πατέρας της οικογένειας που τους φιλοξένησε.
Η ομάδα κατάφερε να τους εντοπίσει στις 24 Αυγούστου του 1799. Τους ζήτησαν να παραδοθούν, αλλά εκείνοι επιχείρησαν να διαφύγουν.
Ο Μάικατζα πυροβολήθηκε και έπεσε από το άλογό του. Λίγο πριν πεθάνει ομολόγησε 20 από τις αμέτρητες δολοφονίες που είχε διαπράξει.
Μετά την ομολογία του ο Στήγκαλ του έκοψε το κεφάλι, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός.

Μετά τις δολοφονίες στο σπίτι της οικογένειας Στήγκαλ οργανώθηκε ομάδα καταδίωξης

Ο «μικρός» Χαρπ κατάφερε να διαφύγει και επέστρεψε στο κρησφύγετο του πειρατή Μέισον. Έχοντας υιοθετήσει το ψευδώνυμο Τζον Σέττον, έμεινε μαζί με τη συμμορία για τέσσερα χρόνια. Μέχρι που πιάστηκε στην παγίδα που έστησε ο ίδιος. Ο Μέισον ήταν επικηρυγμένος. Ο Χαρπ κι άλλο ένα μέλος της συμμορίας σκότωσαν τον πειρατή, έκοψαν το κεφάλι του και το παρέδωσαν στις αρχές.
Δυστυχώς γι αυτούς όμως, αναγνωρίστηκαν και συνελήφθησαν αμέσως.
Ο Γουίλι Χαρπ εκτελέστηκε τον Iανουάριο του 1804. Με αυτόν τον τρόπο μπήκε ένα τέλος στον φόβο που στοίχειωσε την Αμερική για πολλά χρόνια. Τα δύο αδέρφια παραδέχθηκαν ότι σκότωσαν συνολικά 39 ανθρώπους. Θεωρείται βέβαιο όμως ότι τα θύματά τους ήταν περισσότερα, ίσως πάνω από 60.
Ο ακριβής αριθμός των δολοφονιών ίσως δεν γίνει γνωστός ποτέ.

 

Διαβάστε: «Θέλω να σκοτώσω ένα κορίτσι σήμερα. Πιστεύω ότι δεν θα με πιάσουν». Ο δολοφόνος που δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Είχε κόμπλεξ κατωτερότητας και ήθελε να μοιάσει στον Έλβις 
Διαβάστε: Η κατά συρροή δολοφόνος του Μεξικό που στραγγάλιζε τα θύματά της με στηθοσκόπια. Σκότωσε πάνω από 40 από ηλικιωμένες γυναίκες, παριστάνοντας την εργαζόμενη στην Πρόνοια

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here