Στο μικρό χωριό της Άσσιας στην κατεχόμενη σήμερα επαρχία Αμμοχώστου, γεννήθηκε ο μοναχογιός του Χρίστου και της Ελένης το 1885, Μιχαήλ Κκάσιαλος.
Στα 7 του χρόνια, πήγε στο δημοτικό σχολείο.
Ο δάσκαλος του, Κυριάκος Πιερίδης, μαζί με τους δυο  ιερείς Κύριλλο και  Νύφωνα από το Καϊμακλί, αγιογραφούσαν το ναό του Αγίου Γεωργίου.
Εκεί ο Μιχαήλ απέκτησε τα πρώτα του ερεθίσματα στην τέχνη. Ωστόσο, άργησε πολύ να ανακαλύψει το ταλέντο του.

Στα 13 του ο πατέρας του τον έστειλε να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη.
Μαθήτευσε κοντά στον μάστρο-Κυριάκο για πέντε χρόνια. Το 1903, άνοιξε δικό του τσαγκαράδικο.
Δέκα χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε τη Ειρήνη και απέκτησαν έξι παιδιά: τον Χρίστο, τον Παναγιώτη, τον Μενέλαο, την Ελισάβετ, την Αρτεμισία και τον Κυριάκο.
Ανήσυχο πνεύμα όμως καθώς ήταν δεν μπορούσε να περιοριστεί απλά στο επάγγελμα του τσαγκάρη και του γεωργού αφού δεν του απέδιδαν πολλά.

Ο Μιχαήλ Κκάσιαλος στην Εκκλησία Αγίου Σπυρίδωνα που έκτισε με δικά του έξοδα

Οι απομιμήσεις

Κοντά στο χωριό Άσσια υπάρχουν δύο περιοχές με τις ονομασίες Ελληνότρυπες και Καταλύματα.
Οι περιοχές εκείνες ήταν πλούσιες σε ευρήματα.
Πολλοί χωρικοί έβρισκαν «κουζούθκια» και «κκελάες».
Οι περισσότεροι αποφάσισαν να τα πουλήσουν σε τουρίστες για μικρό χρηματικό αντίτιμο. Μόλις όμως συνειδητοποίησαν την αξία τους, ξεκίνησαν την αρχαιοκαπηλία την οποία σταμάτησαν όταν αντιλήφθηκαν τις ποινικές συνέπειες.
Ο Μιχαήλ Κκάσιαλος όμως βρήκε έναν άλλον τρόπο να εκμεταλλεύεται τα ευρήματα, χωρίς να παρανομεί.
Ξεκίνησε να φτιάχνει δικά του! Η γλυπτική ήταν η πρώτη μορφή καλλιτεχνίας με την οποία ασχολήθηκε ο μεγάλος λαϊκός ζωγράφος και από την οποία άρχισε να συνειδητοποιεί το ταλέντο του.

«Ούλα τούτα τα παιδεμένα χρόνια της Εγγλέζικης κατοχής βολόδερνα στα χωράφια. Είχα και λίγα ζωντανά. Κάποτες βρήκα κάτι μικρά αρχαία στο χωράφι μου. Μ’ αρέσανε πολύ. Όλο τα κοίταζα κι έλεγα μέσα μου, τι λές, μπορείς να φτιάξεις κι εσύ τέτοια; Έφτιαξα ένα – δύο και τάβαλα στην σάλα. Κάποτε δύο Εγγλέζοι που τάδανε, τα πήρανε για πραγματικά και μου δώκανε κάμποσα λεφτά για να τ’ αγοράσουν. Είπα κι εγώ να το κάνω πραγματική δουλειά κι άρχισα να δουλεύω. Μ’ άρεσε αυτή η δουλειά. Πήγαινα στο μουσείο και τα κοιτούσα με τις ώρες. Γίνηκα πραγματικός τεχνίτης. Σκάλιζα το μολύβι και το σίδερο, τόσο όμορφα, με τόσο ωραίες κι αρχαίες φιγούρες, που λίγο – λίγο γέμισα το Εγγγλέζικο Μουσείο, με ψεύτικα νομίσματα. Εγώ ο ίδος τους τώπα, όταν τους τινάξαμε από πάνω μας, πως ήταν κάλπικα εκείνα τα νομίσματα, πούχανε ωραία αραδιασμένα στην βιτρίνα τους είκοσι χρόνια. Σκάσανε! Μα ούτε και τα βγάλανε! Τους είχα ρεζιλέψει! Γράψανε μόνον «αντιγραφές δίπλα. Ήτανε ο δικός μου τρόπος να τους πολεμήσω».

Αυτοδίδακτος ζωγράφος, ετών 75

Μέχρι να ανακαλύψει την τέχνη της ζωγραφικής, ασχολήθηκε με την αγγειοπλαστική, τη γλυπτική καθώς και την κατασκευή διακοσμημένων καθρεπτών τους οποίους πουλούσε.
Κάποια στιγμή όμως, στο γάμο ενός γείτονα, πρόσεξε τον ζωγράφο Διαμαντή που ζωγράφιζε σκηνές και πρόσωπα από τον γάμο.
Η τέχνη του ζωγράφου του κίνησε την περιέργεια.
Τον πλησίασε και τον ρώτησε «Ίντα μπου κάμνεις;» και ο Διαμαντής απάντησε πως φτιάχνει πρόχειρα σκίτσα για να δημιουργήσει πίνακες.
Έκπληκτος ο Κκάσιαλος τον ρώτησε «Και τους πίνακες ίντα μπου τους κάμνετε;», για να λάβει την απάντηση του Διαμαντή «Πουλούμεν τους».

Η στιχομυθία αυτή με τον ζωγράφο Διαμαντή, ήταν το έναυσμα για να αρχίσει ο Κκάσιαλος να ζωγραφίζει.
Η επιτυχία δεν άργησε να έρθει.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διακρίνεται στην Μπρατισλάβα και το όνομά του βρίσκεται ανάμεσα στα ονόματα διεθνών ζωγράφων σε περιοδικά τέχνης.

Ο γάμος

Συνήθιζε να ακολουθεί την αρχαιοελληνική τεχνοτροπία την οποία συνδύασε με την παράδοση και την κουλτούρα της Κύπρου. Ζωγράφιζε φιγούρες και σκηνές από την καθημερινότητα ή τα ήθη και τα έθιμα του τόπου δίνοντας έμφαση στο γεωργικό στοιχείο της Κύπρου.
Ο Μιχαήλ Κκάσιαλος έγινε ο εκπρόσωπος της λαϊκής τέχνης και της κυπριακής πραγματικότητας.

Το αλώνισμα

Θύμα του Αττίλα

Σε ηλικία 89 ετών τον βρήκε η τουρκική εισβολή στο χωριό του στην Άσσια.
Όπως ο ίδιος κατέθεσε μία μέρα πριν πεθάνει, υπήρξε θύμα της τουρκικής βαρβαρότητας το καλοκαίρι του ’74.


«Ήμουν κάτοικος Άσσιας, μαζί με την γυναίκα μου Ειρήνη.  Την 14.8.1974 όταν τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Άσσια, εγώ με την γυναίκα μου δεν φύγαμε από το χωριό και μείναμε στην Άσσια.  Μέχρι την 16.8.1974 δεν μας πείραξαν οι Τούρκοι, οπότε την ημέρα αυτήν ήρθαν Τούρκοι στο σπίτι μας και μας απείλησαν.  Δεν μας επείραξαν όμως, κι έφυγαν.
Μετά, κατά το απόγευμα, επέρασε ακόμη μια περίπολος, και ήλθαν στο σπίτι μας και με απείλησαν, λέγοντάς μου να τους δώσω χρήματα.  Εγώ τους είπα ότι δεν είχα και μετά με απείλησαν να με σκοτώσουν.  Κι εγώ είχα μερικά χρήματα, που έκτιζα μίαν εκκλησίαν στο χωριό, και τους τα έδωσα.  Όμως αυτοί εζητούσαν επιμόνως από μένα κι άλλα χρήματα με απειλάς, κι εγώ επειδή δεν είχα να τους δώσω, με κτύπησαν ένας με τον υποκόπανο του όπλου του στον ώμο και στα πόδια και μου τα έσπασαν.
Έμεινα αβοήθητος δυο μέρες στο χωριό μέχρι την 18.8.1974.
[Στις 24 Αυγούστου] μας έφεραν μέχρι την Πύλα και μας απέλυσαν.  Και τώρα ευρίσκομαι στο Γηροκομείο Αγίου Παύλου Λάρνακος, και μου περιποιούνται τα τραύματά μου».
Δυο μέρες αργότερα, βαριά τραυματισμένος σωματικά και ψυχικά, άφησε την τελευταία του πνοή.

Η λεχώ

Με πληροφορίες από: «Από το Σκαρπάρικο στη Διεθνή Καταξίωση – Μιχαήλ Χρ. Κκάσιαλος», Κοινοτικό Συμβούλιο Άσσιας, έρευνα επιμέλεια έκδοσης Μαργαρίτα Ιωάννου και Γιάννος Δημητρίου και Π.Σ. Μαχλουζαρίδης, Οι τουρκικές ωμότητες στην Κύπρο.  Τα δεινά των γερόντων και γυναικοπαίδων, Λευκωσία 1975

Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Καλικάντζαροι, σκαλαπούνταροι, κουρκούντζελλοι. Οι διάφορες ερμηνείες γύρω από τα δαιμόνια που πρέπει να «φαν λουκάνικα και λοκμάδες» για να εξαφανιστούν

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here