Απόσπασμα από το βιβλίο «Θυμάμαι – 32 Χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» του συγγραφέα Νίκου Γκροσδάνη, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ»
Ο Σεπτέμβρης του 1966 επεφύλασσε πολλές εκπλήξεις στους σινεφίλ της Θεσσαλονίκης και έμελλε με τα όσα διαδραματίστηκαν να περάσει στην ιστορία σαν ένα γεγονός του κινηματογράφου που συνέβησαν τα πιο απίστευτα περιστατικά.

Από «Εβδομάς Ελληνικού Κινηματογράφου» μετονομάζεται σε Φεστιβάλ

Κατ’ αρχήν η ΔΕΘ για πρώτη φορά διοργάνωσε ένα ξεχωριστό διεθνές φεστιβάλ που ξεκινούσε μια εβδομάδα πριν το ελληνικό μη έχοντας στην ουσία καμία σχέση με το άλλο.
Η εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου όπως τη γνωρίζαμε για έξι χρόνια μετονομάστηκε σε φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου. Από τις 20 τελικά που έφτασαν στην επιτροπή και άλλες τόσες μικρού μήκους επιλέχθηκαν οι 11 μεγάλου μήκους και 7 μικρού. Όλα αυτά δείχνουν πως επιτέλους παραγωγοί και σκηνοθέτες κατάλαβαν ότι η Θεσσαλονίκη είναι αποφασισμένη να μην αφήσει όλη αυτή την προσπάθεια των έξι χρόνων να πάει χαμένη. Ήταν πλέον σε θέση να οργανώσει ένα φεστιβάλ, ακόμη και αν δεν θα έπαιρνε μέρος ούτε μία ελληνική ταινία.

Στις 14 του Σεπτέμβρη του 1966 το μεγαλοπρεπές κτίριο της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, φορτωμένο με χρώματα και σημαίες και εφτά φορές γραμμένο με τεράστια γράμματα στην πρόσοψη,  ήταν έτοιμο για την πρεμιέρα του πρώτου Διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Η Σουζάνα Γιόρκ

Ατμόσφαιρα πανηγυρική αναμένοντας διάσημα ονόματα από το χώρο του Ξένου κινηματογράφου παρόλο το πλήθος που συνωστίζονταν έξω από την είσοδο δεν γνώριζε τους περισσότερους από αυτούς. Είχαν έρθει ακόμη και τηλεοπτικά συνεργεία από την Ευρώπη για να καλύψουν το γεγονός. Έλληνες φωτορεπόρτερ αναβόσβηναν τα φλας σε όποιον δρασκελούσε το κόκκινο χαλί που είχε απλωθεί με πρώτο τον δαιμόνιο Γιάννη Κυριακίδη που παρότρυνε πολλές φορές το πλήθος να σηκώνουν τα χέρια και να φωνάζουν για να πετύχει τη στιγμή που ζητούσε ο φακός του.
Το πιο ηχηρό όνομα και μία πραγματική σταρ που μας έκανε την τιμή να παραβρεθεί ήταν η Σουζάνα Γιορκ, αγγλίδα αρκετά διάσημη που ωστόσο κατά την είσοδό της πέρασε απαρατήρητη. Η ταινία που πρωταγωνιστούσε ήταν ανάμεσα στις διαγωνιζόμενες.
Ακόμη και ο πολύ σεμνός Ζαν Λουί Τρεντινιάν με τη σύζυγό του Ναντίν Τρεντινιάν έτσι απλοϊκός που ήταν πέρασε και αυτός απαρατήρητος.
Ίσως οι πιο πολλοί αγνοούσαν ότι υπήρξε ένας από τους έρωτες της θρυλικής Μπριζίτ Μπαρντό και πολύ αργότερα ερμήνευσε το ρόλο του ανακριτή Σαρτζετάκη στο φιλμ του Γαβρά «Ζ». Όλοι οι άλλοι ήταν παντελώς άγνωστοι. Ωστόσο το κοινό στην είσοδο χειροκροτούσε περισσότερο για χαβαλέ. Οι προσκλήσεις παρόλο που είχαν σταλεί προς όλες τις κατευθύνσεις δεν στάθηκαν ικανές να γεμίσουν την πλατεία που σχεδόν κάθε βράδυ είχε πάρα πολλά κενά καθίσματα.
Σαν τελείωσε η εβδομάδα του Διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου ξεκίνησε στις 22 του Σεπτέμβρη το ελληνικό πια φεστιβάλ.
Έντεκα από τις πιο καλλιτεχνικές ταινίες οι περισσότερες περίμεναν τη σειρά τους για να προβληθούν ενώ παράλληλα στον απέναντι κινηματογράφο Αλέξανδρος ξεκινούσαν οι ρετροσπεκτίβες με θέμα τον ελληνικό κινηματογράφο.
Η πρεμιέρα έγινε στα μέσα της εβδομάδας, ημέρα Πέμπτη και όχι Δευτέρα όπως γινόταν πάντα. Από το πρωί άρχισαν να καταφτάνουν οι προσκεκλημένοι των Αθηνών. Όλοι όσοι είχαν σχέση με τον κινηματογράφο αλλά και άλλοι που έβρισκαν τρόπο να την περάσουν «μπέικα» στη Θεσσαλονίκη μία και ήταν όλα πληρωμένα.
Τα αεροπλάνα της Ολυμπιακής δεν σταματούσαν τα δρομολόγια, τα ξενοδοχεία όλα γεμάτα, όλοι θέλουν να μείνουν στις σουίτες του «Μεντιτερανέ Παλλάς» αλλά εκεί είχαν κλείσει τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και πρώτα-πρώτα τα μέλη της επιτροπής.
Και τι επιτροπή! Για πρώτη φορά ότι πιο λαμπερό υπήρχε στο χώρο της τέχνης: Έλλη Λαμπέτη, Φίνος, Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Τσαρούχης, Γ. Γρηγορίου, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, Απόστολος Μαγγανάρης, Γιάννης Θεοδωρακόπουλος και ο Ιωάννης Βελλίδης.

Πρώτος από όλους έφτασε ο Γιώργος Φούντας πάντα έχοντας δίπλα του τη Χρυσούλα Ζώκα. Λεβέντης ο Φούντας από όπου κι αν περνούσε τον χειροκροτούσαν και του φώναζαν: «Γεια σου Γιωργάρα παλίκαρε» και εκείνος χαμογελούσε. Η Έλενα Ναθαναήλ, η Κατερίνα Χέλμη, ο Γιάννης Βόγλης ο Γιάννης Φέρτης, η Λίλη Παπαγιάννη, οι αδερφές Καλουτά, ο Κολλάτος, η Μπέτυ Αρβανίτη, η Καίτη Παπανίκα, ο νεότατος Παντελής Βούλγαρης αδύνατος με το κουστουμάκι του άγνωστος ακόμα μέσα σε άλλους νέους αγνώστους κινηματογραφιστές και πολλοί άλλοι.

Γιώργος Φούντας και Λαυρέντης Διανέλλος

Βέβαια εκείνος που για ακόμη μία φορά ξεχώριζε ήταν ο Αχιλλέας Μαδράς με την μπέρτα του πάντα ριγμένη στον ώμο και το μπαστουνάκι του και κάποια κοπέλα να τον συνοδεύει. Είχε φτάσει τα 96 μιλούσε και χαμογελούσε σε όλους.
Εκείνες τις μέρες ένα απόγευμα καθώς έφευγα από το Ντορέ για να περάσω απέναντι στην ΕΜΣ, μπροστά στο περίπτερο ήταν μία παρέα. Τους γνώρισα μιας και την προηγούμενη νύχτα τους είχα ακούσει να κουβεντιάσουν στα πηγαδάκια του Ντορέ και πλησίασα μπας και πιάσω καμία κουβέντα γύρω από όλα αυτά που συνέβαιναν.
Τον έναν από αυτούς τον ξεχώρισα ήταν ο πιο κοντός και ήταν ο Ντίνος Κατσουρίδης, τον γνώριζα από πέρσι που παρουσίασε την ταινία του «Οι Αδίστακτοι» τους άλλους δεν τους ήξερα ακόμα είχαν σταθεί μπροστά της κρεμασμένες εφημερίδες και σχολίαζαν τους τίτλους.

Στο πρωτοσέλιδο της Θεσσαλονίκης έγραφε: «Η χούντα απειλεί» ο ένας από αυτούς το έδειξε στον διπλανό του και είπε: » Τα βλέπεις Παντελή; θα μας δέσουν, να είσαι σίγουρος». Τους γνώρισα και οι δύο έπαιζαν στην περσινή ταινία «Ο κλέφτης». Ήταν ο Παντελής Βούλγαρης και ο Αλέξης Δαμιανός.

Σε όλη τη διάρκεια των προβολών με χίλιες δυσκολίες κατάφερνα να μπαίνω στην αίθουσα τρέχοντας στις σκάλες να πιάσω καμιά καλή θέση στον Β΄ εξώστη.
Εκεί ήταν η θέση μου μαζί με άλλους φίλους. Την επιτροπή με τα λαμπρά ονόματα όσο και αν προσπαθούσα ήταν αδύνατο να τους πλησιάσω. Έρχονταν αφού εμείς είχαμε μπει και έφευγαν όλοι μαζί. Ωστόσο ένα βράδυ σχεδόν πήγα να τα καταφέρω. Ένα ταξί τους περίμενε έξω από το κτίριο και ένα άλλο που ακολούθησε πήρε τους υπόλοιπους.
Ήταν ο Τσαρούχης ο Χατζιδάκις και η Λαμπέτη, ένας υπάλληλος έδωσε οδηγίες του τάξη λέγοντάς του:» Φεύγεις για Αρετσού στο κέντρο Καλαμίτσα».
Πίσω μου ακριβώς ήταν ο Σπύρος Φωκάς με τη συνοδό του. » Έλα να βρούμε τάξη στην Καλαμίτσα εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης με το συγκρότημα του. Φύγαμε!»
Σκέφτηκα να μία ευκαιρία να τους πλησιάσω. Και αναφέρομαι κυρίως τον Τσαρούχη και το Χατζιδάκι κυρίως όμως το δεύτερο. Ώσπου να φτάσουμε το λεωφορείο της γραμμής στην Αρετσού είχα ρωτήσει πέντε φορές τον εισπράκτορα που θα κατέβω για Καλαμίτσα.
Το θέμα που έμπαινε ήταν πως θα τρύπωνα στο μαγαζί. Σκαρφίστηκα τρεις – τέσσερις εκδοχές. Τελικά τρύπωσα μαζί με μία μεγάλη παρέα και μπαίνοντας μέσα άρχισα να ψάχνω που καθόταν η παρέα που με ενδιέφερε. Γεμάτο το μαγαζί, τραγουδούσαν κάποιοι άλλοι και στο πάλκο Τσιτσάνης. Τον έβλεπα για πρώτη φορά.
Κρατώντας το μπουζούκι του, χαιρετίζοντας τους θαμώνες που τον καταχειροκρότησαν και πριν ακόμη αρχίσει ανάφερε πως τη βραδιά απόψε τιμούσε δύο σημαντικούς φίλους του και είπε τα ονόματα του Τσαρούχη και του Χατζιδάκι.
Προσπαθούσα να καταλάβω αν όλο αυτό το έβλεπα σε μία ταινία ή στην πραγματικότητα. Ήμουν αφάνταστα μπερδεμένος.
Κοιτούσα τα πρόσωπα αυτά, τα τρία μυθικά πρόσωπα και δίπλα τους η Έλλη Λαμπέτη.
Τα τρία πρώτα τραγούδια ο Τσιτσάνης τα αφιέρωσε στους φίλους του. Μάλιστα το τέταρτο τονίζοντας ότι τα λόγια ήταν αφιερωμένα στον Τσαρούχη παρακαλώντας τον να χορέψει.
Ο Τσαρούχης σηκώθηκε και με τελετουργικές κινήσεις χόρεψε το ζεϊμπέκικο με έναν τρόπο έξοχο, έτσι όπως πολύ αργότερα βλέποντας τα έργα του κατάλαβα γιατί οι ναύτες και οι φαντάροι του είχαν αυτές τις εκφράσεις στους πίνακές του. Αν ένας από τους σερβιτόρους του μαγαζιού δεν με έβγαζε έξω θα καθόμουν ως το πρωί.

Βραδιά πρεμιέρας

Όλος ο χώρος έξω από το κτίριο του φεστιβάλ πλημμυρισμένος από ενθουσιώδες πλήθος στην πλειονότητά του νέοι. Και το κόκκινο χαλί για να περάσουν οι διασημότητες και ξαφνικά εμφανίζεται η μπάντα του δήμου σημαιοστολισμένη παίρνει τη θέση της δίπλα στο διάδρομο και παίζει διάφορα εμβατήρια.
Αναρωτιόμασταν αν γιορτάσαμε καμία εθνική επέτειο αλλά όχι – λίγο μετά μία διμοιρία στρατιωτών με γοργούς ρυθμούς ήρθαν και παρατάχθηκαν ένθεν και ένθεν στην είσοδο με τα όπλα υπό μάλης. Ακολουθεί άλλη μία έκπληξη.
Από την πλευρά του Λευκού Πύργου ερχόταν ένα ταξί που έκανε πολύ θόρυβο και πάνω στον πυργίσκο είχε μία τεράστια ταμπέλα που έγραφε «Ξεχασμένοι Ήρωες» τον τίτλο της ταινίας του παραγωγού Τζέιμς Πάρις.
Και όταν ένα στρατιωτικό τζιπ έφερε τον Γιάννη Βόγλη και τους άλλους πρωταγωνιστές της ταινίας έγινε πανδαιμόνιο από τα παραγγέλματα των στρατιωτών και τις φωνές του πλήθους.
Για άλλη μία φορά ο δαιμόνιος Τζέιμς Πάρις είχε καταφέρει να στρέψει την προσοχή στη δική του ταινία και δεν έμεινε μόνο σε αυτό.  Οι θεατές της πλατείας βρήκαν στις θέσεις τους από ένα πακέτο Marlboro άγνωστο ακόμη σε μας τότε που μόλις είχε φτάσει από την Αμερική. Η ταινία του όμως δεν έκανε καμία ιδιαίτερη αίσθηση σε αυτούς που την παρακολούθησαν, μάλλον πέρασε απαρατήρητη. Απτόητος ο μεγάλοπαραγωγός είχε ετοιμάσει τη μεγάλη δεξίωση στα σαλόνια του «Μεντιτερανέ Παλλάς» – πολλοί από την άρχουσα τάξη είχαν πάει από νωρίς για να βρουν καλό τραπέζι αδιαφορώντας για την προβολή της ταινίας. Τούτη τη χρονιά παρουσίασε μία καινούργια σπεσιαλιτέ στους καλεσμένους του ο Πάρις: τη φασολάδα.
Και ο ίδιος φορώντας ένα κόκκινο φέσι και κρατώντας μία πιατέλα με μακαρόνια γύριζε από τραπέζι σε τραπέζι κάνοντας πλάκα.

Φτάνοντας δε στο τραπέζι του Φίνου είπε: «Τόλμησε να πεις τώρα πως η ταινία μου ήταν μάπα και θα σου ρθει όλη η πιατέλα πάνω σου».

Αριστερά καθήμενος ο Ιωάννης Βελλίδης ενώ δεξιά του, όρθιος, ο δαιμόνιος ελληνοαμερικανός παραγωγός ταινιών, Τζέιμς Πάρις!

Όπως συζητιόταν στα πηγαδάκια σε μία συνομιλία που είχε με τον άλλο ελληνοαμερικανό Τομ Πάππας του ζήτησε να δώσει ένα αρκετά μεγάλο ποσό για να μοιραστεί στους φαντάρους που είχαν πάρει μέρος στη φιέστα του, μίας και σε λίγο καιρό όλοι θα έπαιρναν απολυτήριο. Ο Τομ Πάππας αρνήθηκε έτσι ο Πάρις τους χάρισε ένα δέμα που περιείχε ρουχισμό – και αυτά δεν ήταν τα μόνα όπως θα δούμε παρακάτω που έκανε ο Τζέιμς Πάρις σε αυτό το φεστιβάλ.
Η βραδιά της απονομής έφτασε φορτωμένη με τα βραβεία που ακόμη δεν είχαν δοθεί αλλά τα προγνωστικά είχαν κιόλας βγει.
Τα αποτελέσματα κατά τις προτιμήσεις των ειδικών και του κοινού που παρακολούθησε όλες τις ταινίες είχαν καταλήξει πως τα πρώτα βραβεία έπρεπε να πάνε στο «Με τη λάμψη στα μάτια», η «Εκδρομή» του του Κανελλόπουλου και ο «Θάνατος του Αλέξανδρου». Εξάλλου όλοι ήταν σίγουροι πως με τέτοια θαυμάσια σύνθεση της επιτροπής δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο το αποτέλεσμα.

Και είχαν πέσει όλοι έξω…

Τελευταία Κυριακή του φεστιβάλ έμελλε να παιχτεί ένα ακόμη χάπενινγκ που διοργάνωσε ο Τζέιμς Πάρις σε συνεργασία με τη Διεθνή Έκθεση και το Φεστιβάλ.
Διοργάνωσε τη βραδιά που θα αναδείκνυε την Μις Φεστιβάλ! Το γεγονός είχε ανακοινωθεί προ πολλού και όλοι έτρεχαν να εξασφαλίσουν μία πρόσκληση για να παρευρεθούν στα σαλόνια του Μεντιτερανέ Παλλάς.
Όλη η καλή κοινωνία της πόλης παρούσα. Έλειπαν όμως όλοι οι νέοι κινηματογραφιστές το πρόγραμμα θα παρουσίαζε ο Άλκης Στέας μόνιμος παρουσιαστής όλων των φεστιβάλ τραγουδιού και όχι μόνο, όλα τα μουσικά συγκροτήματα θα λάμβαναν μέρος και υποψήφιες θα ήταν η Βιβιέτα Τσιούνη, η Βέρα Κρούσκα που όπως όλοι έλεγαν ήταν προστατευόμενη του Τζέιμς Πάρις και η Εύη Μαράντη μία σταρ που έκανε ή προσπαθούσε να κάνει καριέρα στο εξωτερικό.
Μάλιστα στις δηλώσεις που έκανε μπέρδευε τα ελληνικά λες και η μητρική της γλώσσα ήταν τα αγγλικά.
Η βραδιά σημείωσε όπως ήταν αναμενόμενο τεράστια επιτυχία και σίγουρα για καιρό θα ήταν το μόνιμο θέμα στις συζητήσεις των σαλονιών. Τους άλλους τους απασχολούσε το φεστιβάλ και οι ταινίες .

Η στιγμή της βράβευσης ήταν ένα ακόμη σκάνδαλο…

Ενώ το φαβορί ήταν η Εύα Μαράντη, ο Τζέιμς Πάρις επέβαλε τη δική του προστατευόμενη τη νεαρή Βέρα Κρούσκα που στη συνέχεια εστεύθη Μις Φεστιβάλ. Την άλλη μέρα το πρωί με ένα ανοιχτό αμάξι οι τρεις επιλαχούσες κυκλοφορούσαν στην οδό Τσιμισκή περνώντας από τα μαγαζιά που πρόσφεραν πλούσια δώρα στη βραδιά και φωτογραφίζονταν με τους ιδιοκτήτες.
Έτσι έκλεισε άλλη μία φιέστα του Τζέιμς Πάρις.

Η αγωνία είχε κορυφωθεί η κατάμεστη αίθουσα είχε από ώρα καταληφθεί από τους κατόχους προσκλήσεων ενώ οι νέοι από τα χαράματα στριμώχνονταν στο ταμείο για να εξασφαλίσουν το πληρωμένο εισιτήριο.
Η αίθουσα μύριζε από τα ακριβά αρώματα των κυριών, τα θεωρεία είχαν καταληφθεί από τους καλλιτέχνες και η επιτροπή πάνω στη σκηνή τελετουργικά πήρε τις θέσεις της.  Κάτι στην ατμόσφαιρα έδειχνε πως ερχόταν μεγάλο πατιρντί!
Κυρίως η στάση του Τσαρούχη και του Χατζιδάκι πρόδιδε ότι κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της επιτροπής έγιναν πολλές αλλαγές. Και επιτέλους το λόγο πήραν οι υπεύθυνοι και έφτασε η στιγμή που ο πρόεδρος θα ανακοίνωνε το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου.
Ο Γιώργος Φούντας και το φιλμ «Με τη λάμψη στα μάτια» χειροκροτήθηκε από όλο το κοινό. Σενάριο: Πάνος Γλυκοφρύδης για την ίδια ταινία έλαβε επίσης θερμό χειροκρότημα. Σκηνοθεσίας ο Ροβήρος Μανθούλης για το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» και έλαβε κάπως χλιαρό χειροκρότημα.Πρώτου γυναικείου ρόλου για τη Βούλα Ζουμπουλάκη στην ταινία «Σύντομο Διάλειμμα» ενώ το κοινό είχε διχαστεί, ο εξώστης φώναζε το όνομά της Λιλής Παπαγιάννη κατάφωρα αδικημένης για το ρόλο της στην «Εκδρομή’.

Αλέκος Αλεξανδράκης και Βούλα Ζουμπουλάκη στο «Σύντομο Διάλειμμα»

Μουσικής ο Χρήστος Λεοντής με χειροκρότημα ζεστό αλλά κάποιοι φώναζαν «Μαμαγκάκης» πάλι για την εκδρομή μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, στον Χατζόπουλο για τις «Πρέσπες» και με πολύ χειροκρότημα για την  μικρού μήκους με υπόθεση στον «Τζίμη τον Τίγρη» του Παντελή Βούλγαρη
Στην αίθουσα είχε πέσει μία περίεργη σιωπή σαν αναμενόταν η έκρηξη.  Ο Πρόεδρος ύστερα από ολιγόλεπτη παύση ανακοινώσε πως η καλύτερη ταινία του φετινού φεστιβάλ που παίρνει και το πρώτο βραβείο είναι εκείνη του παραγωγού Τζέιμς Πάρις «Ξεχασμένοι Ήρωες».

Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς το τι επακολούθησε. Αν βρισκόμασταν στη σημερινή εποχή δεν θα είχε μείνει κάθισμα στη θέση του τουλάχιστον στον β εξώστη και όχι μόνο. Και σίγουρα δεν θα επρόκειτο για χουλιγκάνους, αλλά για καθαρά προσβεβλημένους θεατές. Οι φωνές που ακούγονταν ανάγκασαν την επιτροπή να φύγει άρον-άρον από τη σκηνή και να φυγαδεύσουν τον Τζέιμς Πάρις από την πίσω πόρτα.  Υπήρχε τέτοια αναστάτωση στην αίθουσα που θα νόμιζε κανείς πως είχε ανακοινωθεί τοποθέτηση βόμβας αλλά έτσι κι αλλιώς εκείνη είχε σκάσει λίγο πριν στο φουαγέ!
Ένα ολόκληρο πλήθος είχε μπλοκάρει όσα μέλη της επιτροπής είχαν το κουράγιο να παραμείνουν και τους ζητούσαν τον λόγο.

Ο Τσαρούχης έλεγε με αφοπλιστική ειλικρίνεια πως «βράβευσαν με τη χειρότερη ταινία του φεστιβάλ»,  τα ίδια έλεγε η κυρία Λαμπέτη λίγο πριν εξαφανιστεί, ενώ ο Χατζιδάκις μιλούσε για το παρασκήνιο και τόνισε πως ήταν αμέτοχος εκείνος υποστήριζε πως η καλύτερη ταινία ήταν εκείνη του Κολλάτου, «Ο θάνατος του Αλέξανδρου» ενώ εδώ ήταν ολοφάνερο ότι κάτι άλλο είχε γίνει.
Δεν επρόκειτο απλώς για μία κακή ταινία, αλλά έναν εξευτελισμό της ίδιας της πράξης της βράβευσης!
Το κοινό αντιδρούσε ακόμη απέναντι σε μία νοοτροπία που είχε επιτρέψει στον Πάρις να πραγματοποιήσει τα αμερικανικού τύπου διαφημιστικά πυροτεχνήματα με έναν τρόπο που το λιγότερο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ήταν κακό χιούμορ. Κάποιος είπε ότι το φεστιβάλ αυτοτορπιλίστηκε!
Το γεγονός είναι ότι επλήγη σοβαρά η εμπιστοσύνη του κοινού και των νέων, δηλαδή των πιο υγιών δυνάμεων του κινηματογράφου. Στην επόμενη διοργάνωση πολλοί από τους σοβαρούς του ελληνικού σινεμά θα σκεφτούν για να στείλουν τις ταινίες τους.
Ο Χατζιδάκις βαθύτατα χολωμένος, εκνευρισμένος όπως και ο Τσαρούχης, έφυγαν για το ξενοδοχείο τους.
Η Έλλη Λαμπέτη ζητούσε αν υπήρχε αεροπλάνο εκείνη την ώρα να φύγει για Αθήνα. Ενώ οι ρεπόρτερ έστειλαν τις ανταποκρίσεις τους και την άλλη μέρα, όλες οι εφημερίδες να συμφωνούν σε ένα θέμα –  πως αυτό που έγινε στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ βρώμικο.

Η Έλλη Λαμπέτη με τον Τάκη Κανελλόπουλο

Ο Τσαρούχης την άλλη μέρα έκανε δηλώσεις στις εφημερίδες. Όχι ότι ήθελε να δικαιολογηθεί αλλά για να μάθει ο κόσμος τι στάση κράτησε αυτός και ο Χατζιδάκης. Ο δεύτερος έστειλε επιστολές και έδωσε συνεντεύξεις μία και ήθελε να τοποθετηθεί στο θέμα.
Μεταξύ άλλων είπε: «Σήμερα μπόρεσα να σκεφτώ καλύτερα και να ανακαλύψω ποιος φταίει. Και από τον τρόπο που δόθηκαν τα βραβεία φταίνε όσοι δεν είχαν ιδέα της διαδικασίας που ακολούθησε η ψηφοφορία. Φταίω εγώ που δέχτηκα να πάρω μέρος στην επιτροπή χωρίς προηγουμένως να διαβάσω τον κανονισμό του φεστιβάλ. Έτσι αντιμετώπισαν το απρόοπτο μιας ψηφοφορίας με τυπικότητα της με άλλα που έγινε μηχανικά στο άψε-σβήσε χωρίς να προηγηθεί ή παρεμβληθεί καμία συζήτηση υπό το άγρυπνο βλέμμα του κυβερνητικού εκπροσώπου που μας παρακολουθούσε, σαν να δίναμε εξετάσεις ακαδημαϊκού απολυτηρίου.
Μπορούσα να διανοηθώ ότι θα ψήφιζαν ο κύριος Φίνος επί παραδείγματι ή ο κύριος Βελλίδης  και η κυρία Λαμπέτη αλλά το θέμα δεν είναι αν έκριναν ή όχι σωστά ορισμένα μέλη της επιτροπής, η ουσία έγκειται στο ότι πρέπει να γίνει συζήτηση.
Εγώ ήθελα να διατυπώσω τη γνώμη μου να επηρεάσω η δυνατόν με τις απόψεις μου και να δώσω μάχη ενώ κατέληξα να είναι μία μονάδα, ένα νούμερο της επιτροπής δεν εξέφρασα γνώμη ούτε καν για τη μουσική των ταινιών. Δεν μου επετράπη.
Και έτσι βραβεύτηκε ο κύριος Λεοντής, ενώ θα υποστήριζα ότι η μουσική του Μαρκόπουλου ήταν καλύτερη πιο επαγγελματική.
Με κάλεσαν στην επιτροπή όπως εκ των υστέρων φάνηκε μόνο εξαιτίας της δημοτικότητας μου. Συνήθως οι επιτροπές του είδους αυτού συγκροτούνται με το ανόητο κριτήριο ότι άνθρωποι που τις αποτελούν πρέπει να είναι καθιερωμένοι. Εγώ εχω βλέπετε την ατυχία να είναι μεταξύ των καθιερωμένων!
Δεν μπορεί σκοπός του φεστιβάλ να είναι η ανάπτυξη της βιομηχανίας του κινηματογράφου με βάση τις εισηγήσεις των μεγάλων παραγωγών. Για την πρώτη περίπτωση εγώ δεν έχω καμία θέση είναι σαν να λαμβάνω μέρος σε ιατρικό συνέδριο.

Το φεστιβάλ πρέπει να περιέλθει στα χέρια της Έκθεσης για να σωθεί και το βραβείο να δίνεται σε ταινία καλλιτεχνικής ποιότητας, όχι σε μεγάλες εμπορικές ταινίες επειδή οι παραγωγοί τους ξόδεψαν πολλά χρήματα.
Αλλά τι συζητάμε… εδώ μία ταινία με τα χάλια της «Στεφανίας» θεωρήθηκε η κατάλληλη για να κλείσει το φεστιβάλ!»
Είπε και άλλα πολλά ο Μάνος Χατζιδάκις για να καταλήξει:»Σας εξομολογούμαι πάντως ότι ποτέ άλλοτε ως αυτή τη φορά δεν βρέθηκα τόσο μακριά από τις αρχές μου».

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here