Μετά την πτώση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις αγωνιούσαν να μην ξεσπάσει νέο πραξικόπημα και να καθαρίσουν το δημόσιο βίο από τους φανατικούς της χούντας.

Η διαδικασία απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς, καθώς η παράδοση της εξουσίας στις 24 Ιουλίου 1974 είχε γίνει με πρωτοβουλία των στρατιωτικών, γεγονός που έθετε υπό ιδιότυπη κηδεμονία τον πολιτικό κόσμο. Ένα από τα εμφατικότερα γεγονότα της ασταθούς αυτής περιόδου ήταν η απόπειρα κινήματος (πραξικοπήματος) από φιλοχουντικούς αξιωματικούς τον Φεβρουάριο του 1975, η οποία κατεστάλη προτού εκδηλωθεί και πέρασε στην ιστορία ως το «πραξικόπημα της πιτζάμας«.

 

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ριζοσπάστης», για το αποτυχημένο πραξικόπημα
Το αποτυχημένο πραξικόπημα

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 1975. Λίγο πριν από το μεσημέρι.
Στο κτίριο του Υπουργείου Παιδείας στην οδό Μητροπόλεως βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σύσκεψη υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον υπουργό Παιδείας Παναγιώτη Ζέππο, τους υφυπουργούς Χρυσόστομο Καραπιπέρη και Αθανάσιο Ταλιαδούρο, καθώς και τους πρυτάνεις όλων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας με αντικείμενο την επικείμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Ξαφνικά, στην αίθουσα της σύσκεψης μπαίνει απροειδοποίητα ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος φανερά ταραγμένος ζητά συγγνώμη από τους παραβρισκόμενους και σκύβει στο αυτί του πρωθυπουργού, για να του ψιθυρίσει κάτι εξαιρετικά σοβαρό.
Αμέσως ο Καραμανλής διαλύει τη σύσκεψη και συνοδευόμενος από τον Αβέρωφ αναχωρεί εσπευσμένα από το υπουργείο κατευθυνόμενος προς το Πεντάγωνο, όπου έχουν ήδη συγκεντρωθεί και τον αναμένει ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στη διαδρομή ο Αβέρωφ τον ενημερώνει πως έχει κηρύξει ήδη μερική επιφυλακή στο στράτευμα, αλλά κατά τη σύσκεψη που ακολουθεί αποφασίζεται, μεταξύ άλλων, να τεθεί σε κατάσταση γενικής επιφυλακής.

Την ίδια στιγμή, η Αθήνα κατακλύζεται από ένα όργιο φημών και αλληλοσυγκουόμενων σεναρίων: κάποιοι υποστηρίζουν πως κηρύχθηκε πόλεμος στο Αιγαίο, άλλοι πως έγινε δολοφονική επίθεση κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β’ στην Κύπρο και άλλοι πως εκδηλώθηκε κίνημα ιωαννιδικών αξιωματικών κατά της κυβέρνησης.
Οι διαδόσεις κυκλοφορούν ταχύτατα στα καφενεία και τα δημοσιογραφικά γραφεία, ενώ κάποιες ομάδες φοιτητών συγκεντρώνονται στις πανεπιστημιακές σχολές ρίχνοντας το σύνθημα για «νέο Πολυτεχνείο».
Το βράδυ της ίδια ημέρας, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εκδίδει αναλυτική ανακοίνωση στην οποία τονίζονται τα εξής: «Κατόπιν συγκεκριμένων πληροφοριών περί συνωμοτικών κινήσεων ελαχίστων αξιωματικών απεφασίσθη η λήψις μερικών εκτάκτων μέτρων. Μεταξύ των μέτρων τούτων περιλαμβάνεται και η επιφυλακή των φρουρών του λεκανοπεδίου Αττικής. …  Βεβαιούται κατηγορηματικώς ότι πρόκειται περί ανοήτων κινήσεων ελαχίστων αμετανοήτων, συνδεομένων με τους συλληφθέντας πρωτεργάτας της δικτατορίας….».

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Μακεδονία», 25 Φεβρουαρίου 1975
Το κίνημα της 24ης Φεβρουαρίου

Επιχειρώντας να προλάβουν τις εξελίξεις, ιδίως μετά την προφυλάκιση του Ιωαννίδη, μια ομάδα φιλοχουντικών αξιωματικών αποφάσισε να αντιδράσει, προπαρασκευάζοντας την εκδήλωση κινήματος. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, οι ταξίαρχοι Ντερτιλής και Ιωάννης Μανιάτης και ο ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικά ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, αμέσως ξεκίνησε η μύηση πρόθυμων αξιωματικών που υπηρετούσαν σε μονάδες της Αττικής και άλλων περιοχών της χώρας.
Οι συναντήσεις των συνωμοτών πραγματοποιούνταν σε διαμερίσματα της Αθήνας, ενώ η τελευταία – έγινε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου – στη Λάρισα, επειδή ένας μεγάλος αριθμός μυημένων αξιωματικών υπηρετούσε στο εκεί στρατηγείο της Στρατιάς.
Οι συμμετέχοντες σχεδίαζαν την κατάληψη στρατιωτικών μονάδων στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, τη Βέροια, την Κοζάνη και τη Νάουσα, με στόχο όχι την ανάληψη της εξουσίας, αλλά τη διαπραγμάτευση, από θέση ισχύος, γενικής αμνηστίας.
Ειδικότερα για την περιοχή της Αθήνας, το σχέδιο προέβλεπε την περικύλκωση της Βουλής από τεθωρακισμένα, την κατάληψη των κτιρίων της ΕΙΡΤ και της ΥΕΝΕΔ και τη μετάδοση διαγγέλματος προς τον ελληνικό λαό και ενδεχομένως, αν οι περιστάσεις το επέβαλλαν, τη σύλληψη σημαινόντων προσώπων της δημόσιας ζωής.
Σύμφωνα με μεταγενέστερες δηλώσεις του Αβέρωφ, «τα συνθήματα που θα ερίπτοντο ήσαν:
πρώτον πατριωτικής φύσεως, περί Κυπριακού και Αιγαίου,
δεύτερον περί δήθεν διολισθήσεως προς τα αριστερά και περί δήθεν μεγάλων φοιτητικών ταραχών που θα ανεστάτωναν την ζωή του τόπου, τρίτον περί δήθεν αφορήτου περιφρονήσεως και διώξεως του σώματος των Ελλήνων αξιωματικών, περί γενικού από πολλάς πλευράς προπηλακισμού του στρατού».

Ωστόσο, κατά τη διαδικασία μύησης, οι πρωτεργάτες της συνωμοσίας προσέγγισαν, μεταξύ άλλων, και αξιωματικούς του ναυτικού και της αεροπορίας οι οποίοι ήταν πιστοί στην κυβέρνηση, με αποτέλεσμα, όπως σημείωνε ο Αβέρωφ μερικές μέρες μετά, «οι ελάχιστοι ευνοούμενοι να συναντούν παντού άρνησιν, έτσι ώστε μερικοί να μας πληροφορούν περί των υπόπτων κινήσεων«.
Παράλληλα, στις τάξεις των συνωμοτών είχαν εισχωρήσει και αξιωματικοί της ΚΥΠ που ενημέρωναν σχετικά την κυβέρνηση.
Το μεσημέρι της 23ης Φεβρουρίου, ένας αξιωματικός που συμμετείχε στη σύσκεψη της Λάρισας ειδοποίησε τους ανωτέρους του πως οι συνωμότες ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην υλοποίηση του σχεδίου τους και αυτοί με τη  σειρά τους μετέφεραν την πληροφορία στα κυβερνητικά στελέχη.

Οι συμμετέχοντες σχεδίαζαν την κατάληψη στρατιωτικών μονάδων σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, με στόχο όχι την ανάληψη της εξουσίας, αλλά τη διαπραγμάτευση, από θέση ισχύος, γενικής αμνηστίας

Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, κατά το τελικό στάδιο των αποκαλύψεων, την κυβέρνηση ενημέρωσε ο τότε διευθυντής του Τμήματος Ασφαλείας της ΚΥΠ Ιωάννης Αλεξάκης, στον οποίο είχε ανατεθεί το έργο της παρακολούθησης των κινήσεων φιλοχουντικών στοιχείων στο στράτευμα.
Κατά μια άλλη εκδοχή, το δίκτυο πληροφοριών του στρατού κινητοποιήθηκε όταν ο βασανιστής του ΕΑΤ/ΕΣΑ Χατζηζήσης, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε συλληφθεί και ανακρινόταν για τη δράση του στην περίοδο της δικτατορίας, είπε στον ανακριτή του πως «εκεί που κάθεσαι εσύ, σε λίγες μέρες θα κάθομαι εγώ».
Η ευθεία αυτή απειλή δεν πέρασε απαρατήρητη.
Αμέσως ειδοποιήθηκε ο αρχηγός ΓΕΣ Ντάβος και στη συνέχεια ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στατηγός Αρμπούζης, ο οποίος έσπευσε να ενημερώσει σχετικά τον Αβέρωφ.
Σε κάθε περίπτωση, την ημέρα εκείνη συνελήφθησαν με την κατηγορία της «ενώσεως προς στάσιν» συνολικά 37 αξιωματικοί, ένας υποστράτηγος, τέσσερις ταξίαρχοι, δύο συνταγματάρχες, δέκα αντισυνταγματάρχες, δεκαπέντε ταγματάρχες, ένας λοχαγός, τρεις ίλαρχοι και ένας υπολοχαγός.

Η δίκη

Στις 21 Ιουλίου άρχισε, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών στο Ρουφ η δίκη 21 αξιωματικών που είχαν εμπλακεί στη συνωμοσία του Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με την παραπεμπτική διαταγή, οι κατηγορούμενοι «από τον Δεκέμβριο 1974 μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1975 ήχθησαν εις συμφωνίαν και απεφάσισαν να δημιουργήσουν παράνομον κίνησιν εντός του στρατεύματος, προκειμένουν δι΄εκνόμων και βιαίων ενεργειών να εγείρουν και να θέσουν αξιώσεις αι οποίαι ευρίσκοντο πέραν των ορίων του στρατιωτικού των καθήκοντος και της αρμοδιότητός τους. 

Στις 21 Ιουλίου άρχισε, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών στο Ρουφ η δίκη 21 αξιωματικών που είχαν εμπλακεί στη συνωμοσία του Φεβρουαρίου

Παρά τους πολυάριθμους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν αποκαλυπτικές λεπτομέρειες σχετικά με την προετοιμασία και την οργάνωση του «πραξικοπήματος της πιτζάμας», το Στρατοδικείο δεν μπόρεσε να αρχειοθετήσει τις κατηγορίες για όλους τους κατηγορούμενους.
Έτσι, στις 9 Αυγούστου καταδίκασε 14 από τους κατηγορούμενους σε ποινές φυλάκισης από 4 έως 12 χρόνια και κήρυξε τους άλλους επτά παμψηφεί αθώους.
Λίγους μήνες αργότερα, ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε η δίκη σε δεύτερο βαθμό. Στους 14 πρωτόδικα καταδικασθέντες επιβλήθηκαν ηπιότερες ποινές, ενώ οι εν αποστρατεία αξιωματικοί Ιωαννίδης και Δημήτρης Παπαποστόλου δικάστηκαν από πολιτικό δικαστήριο και καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης 14 και 10 ετών αντίστοιχα.
Τέλος, στις 27 Απριλίου 1977, πέντε από τους επίδοξους πραξικοπηματίες αποβλήθηκαν από το σώμα των αξιωματικών και μετέπεσαν στην τάξη του στρατιώτη.

Πληροφορίες αντλήθηκαν από: Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία, Γιάννης Ράγκος, Εκδόσεις POLARIS… … 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here