ΠΗΓΗ: Βασανιστήρια, το έπος της ανθρώπινης κτηνωδίας, Μάικλ Κέριγκαν, εκδόσεις Γνώση

Το σημάδεμα, μια μορφή στιγμιαίου μαρτυρίου που αφήνει μόνιμο σημάδι, σήμερα συνδέεται με τα ζώα στα κοπάδια, για να μπορούν να τα ξεχωρίζουν.
Στην αρχαία Ρώμη όμως, αφορούσε δραπέτες σκλάβους που συλλαμβάνονταν.
Με ένα μεγάλο «F» για το fugitivus χαραγμένο στο μέτωπο, κανένας φυγάς δεν μπορούσε να πάει πολύ μακριά.
Σημάδευαν και τους κλέφτες.
Ο πόνος και η ταπείνωση ήταν μέρος της τιμωρίας, αλλά υπήρχε γενικότερα η αντίληψη ότι ήταν προς το κοινό συμφέρον να μαρκάρονται οι «ελαφροχέρηδες», για να προστατεύεται έτσι ο πληθυσμός.

Αυτή η πρακτική χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στην Αγγλία του μεσαίωνα, όπου υπήρχε ένα ολόκληρο σύστημα με διαφορετικά γράμματα, για κάθε παράβαση.
Σημάδευαν έτσι απατεώνες και αλήτες, κλέφτες και δολοφόνους, επίορκους και αντικαθεστωτικούς.
Για τους Γάλλους παραβάτες, συνηθιζόταν το σημάδι του κρίνου.
Αν και αρχικά τους σημάδευαν στη βάση του αντίχειρα, αργότερα άρχισαν να τα βάζουν σε ορατό σημείο και κυρίως στο μάγουλο.
Το σημάδεμα και ο ακρωτηριασμός ήταν αλληλένδετες τιμωρίες.
Αυτοί που μαρκάρονταν με Β για βλασφημία έπρεπε κατά κανόνα να υποβληθούν και στο πρόσθετο μαρτύριο του τρυπήματος της ανευλαβούς γλώσσας τους.
Στη Σκωτία, όπου αντί για σιδερένιο ομοίωμα κάποιου γράμματος, χρησιμοποιούσαν ένα καυτό κλειδί για το μαρκάρισμά, τους παραβάτες πολύ συχνά τους κάρφωναν απ’ τα αυτιά σε δημόσιους στύλους για να εκτεθούν έτσι στον λαό ή τρυπούσαν τους λοβούς των αυτιών του με σουβλιά.

"T" για "thief", δηλαδή κλέφτης
«T» για «thief», δηλαδή κλέφτης

Η Ισαβέλλα Πάτερσον από το Κάλεν, που την έπιασαν να κλέβει σιτάρι από έναν αγρότη το 1636, έφυγε απ’ το χωριό της για να μην τη μαρκάρουν σαν κλέφτρα.
Αν επέστρεφε, θα τη σημάδευαν με ένα κλειδί στο μάγουλα και θα την εξόριζαν.
Αν τολμούσε να ξαναγυρίσει μετά την εξορία, την περίμενε η θανατική ποινή.
Οι μάρτυρες που παρακολούθησαν το μαρκάρισμα της Έλσπετ Ρουλ στο Ντάμφριζ το 1701, έπαιρναν όρκο ότι είδαν καπνό να βγαίνει απ’ το στόμα της, λόγω του πυρωμένου σιδήρου που χρησιμοποίησε ο βασανιστής.
Ο Σκωτσέζος Αλεξάντερ Λέιτον, ιεροκήρυκας στο επάγγελμα, θεωρήθηκε ένοχος για τη «σύνταξη, έκδοση και διανομή ενός βιβλίου συκοφαντικού για τον βασιλιά, τους ευγενείς και τους επισκόπους του».
Αφού πλήρωσε ένα τεράστιο πρόστιμο, τον μαστίγωσαν, τον μάρκαραν, έσκισαν τα ρουθούνια του, έκοψαν τα αυτιά του και τον καταδίκασαν σε ισόβια φυλάκιση, η οποία προφανώς δεν θεωρήθηκε από μόνη της επαρκής τιμωρία.

Η Βρετανία κατάργησε το σημάδεμα των πολιτών μόλις το 1829.
Εξακολουθούσε να είναι επίσημη τιμωρία στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά με τη μορφή του τατουάζ.
Τρυπώντας το δέρμα σχετικά ανώδυνα με βελόνες, οι αξιωματικά το σημάδευαν με ένα μίγμα μελανιού και πυρίτιδας.
Η Γαλλία ανέπτυξε δικό της σύστημα συμβόλων, TF για καταναγκαστικά έργα, Τ για κάθειρξη ή απλή φυλάκιση. Η πρακτική συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα.
Τη δεκαετία του 1990, στην Ινδία, οι Αρχές του Πουντζάμπ αποζημίωσαν τέσσερις γυναίκες, τις οποίες σημάδεψαν στο μέτωπο αστυνομικοί με τη λέξη «κλέφτρα», επειδή τις έπιασαν να κλέβουν πορτοφόλια.

ΠΗΓΗ: Βασανιστήρια, το έπος της ανθρώπινης κτηνωδίας, Μάικλ Κέριγκαν, εκδόσεις Γνώση

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here