«Εντύπωση- ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Έλεγα στον εαυτό ότι από την στιγμή που είμαι εντυπωσιασμένος, πρέπει να υπάρχει κάποια εντύπωση(impression) σε αυτό. Και τι ελευθερία, τι ευκολία στην κατασκευή! Ο πίνακας βρίσκεται σε εμβρυακή κατάσταση κι όμως είναι πιο ολοκληρωμένος από την εν λόγω θαλασσογραφία…» με αυτά τα λόγια ο κριτικός τέχνης Λουί Λερουά σχολιάζει τον πίνακα του Μονέ, «Εντύπωση, ανατέλλων ήλιος».

Αν και σκοπός του ήταν να σατιρίσει την νέα τεχνοτροπία στην ζωγραφική, οι ίδιοι ζωγράφοι του νέου καλλιτεχνικού κινήματος θα υιοθετούσαν τον χαρακτηρισμό ιμπρεσιονιστές.
Ο Κλωντ Μονέ θεωρείται ένας από τους πρώτους ζωγράφους του Ιμπρεσιονισμού.
Ακούραστος, μέχρι τα 86 του χρόνια ζωγράφιζε σε εξωτερικούς χώρους με στόχο να δαμάσει το φως και να αποτυπώσει την εντύπωση ενός αντικειμένου που εκτίθεται στο φυσικό περιβάλλον.

Εντύπωση, ανατέλλων ήλιος, το έργο του Μονέ που έδωσε όνομα στο κίνημα του Ιμπρεσιονισμού

Ο μικρός Μονέ και η συνάντηση με τον Μπουτίν
Ο Κλωντ Μονέ γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1840 στο Παρίσι.
Πριν κλείσει τα πέντε του χρόνια, η οικογένεια του μετακόμισε στη Χάβρη, λιμάνι που το 1845 γνώριζε μεγάλη οικονομική άνθιση.
Ο πατέρας του Μονέ, καταξιωμένος έμπορος της εποχής δεν έχασε την ευκαιρία να επεκτείνει τις δουλειές του στο λιμάνι της Νορμανδίας.
Η μητέρα του Κλωντ ήταν τραγουδίστρια με έφεση στις τέχνες.
Δεν της φαινόταν παράξενο που κι ο Μονέ προτιμούσε από μικρός την ποίηση και την ζωγραφική.
Μέχρι τα δεκαπέντε του, όπου η μητέρα του πέθανε από φυματίωση, ο Μονέ ήταν ένα ξέγνοιαστο και ατίθασο παιδί που προτιμούσε να περνά τις ώρες του στην ύπαιθρο και να παρατηρεί την θάλασσα, παρά να βρίσκεται κλεισμένος σε μια αίθουσα διδασκαλίας.
Για να περνά πιο γρήγορα η ώρα στο σχολείο συνήθιζε να γεμίζει τα βιβλία και τα τετράδια του με περίπλοκα σχέδια και να σχεδιάζει καρικατούρες των δασκάλων και των συμμαθητών του.
Σύντομα, απέκτησε φήμη σαν γελοιογράφος της περιοχής και κέρδιζε ένα μικρό χαρτζιλίκι, χρεώνοντας 20 φράγκα την γελοιογραφία.
Προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του, ο Μονέ ήταν αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τα επαγγελματικά του χνάρια, αλλά να γίνει καλλιτέχνης.
Σε αυτό τον βοήθησε ο Ευγένιος Μπουτίν, ζωγράφος της περιοχής που για έναν ολόκληρο χρόνο μύησε τον Μονέ στην τέχνη του να ζωγραφίζει στην φύση, μακριά από τα ατελιέ χρησιμοποιώντας λαδομπογιά.
Το 1859, ο Μονέ μετακόμισε στο Παρίσι για να σπουδάσει στην Ελβετική Ακαδημία, όπου ήρθε σε επαφή με έργα σημαντικών ζωγράφων και γνώρισε τον Καμίλ Πισαρό.

Η μούσα του Ιμπρεσιονιστή και οι οικονομικές δυσκολίες

Η Καμίλ, γυναίκα και μούσα του Μονέ στον πίνακα Καμίλ ή Η Γυναίκα με τα Πράσινα

Ο Μονέ το 1861 προσχώρησε στο τάγμα του αφρικανικού Ιππικού στην Αλγερία.
Σκοπός του ήταν να μείνει επτά χρόνια, αλλά εξαιτίας του τυφοειδούς πυρετού επέστρεψε ένα χρόνο αργότερα στη Γαλλία.
Με προτροπή της θείας του συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι.
Γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τους Ωγκύστ Ρενουάρ, Φρεντερίκ Μπαζίλ και Άλφρεντ Σίσλεϋ. Οι τέσσερις άντρες συχνά εξορμούσαν στην γαλλική ύπαιθρο, ζωγραφίζοντας σε εξωτερικούς χώρους και μοιράζοντας τις απόψεις για τις καινοτομίες στην ζωγραφική τους προσέγγιση.

Η αναγεννησιακή τέχνη, με τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις και τις αυστηρές γραμμές, δεν αντανακλούσε αυτό που εξέφραζε μέσα από την τέχνη του ο Μονέ.
Οι πίνακές του ήταν μια λιτή και ελεύθερη αναπαράσταση των τοπίων που έβλεπε.
Το φως του ήλιου κατεύθυνε την ζωγραφική του.
Χρησιμοποιούσε τα βασικά χρώματα, δεν χρειαζόταν το μαύρο για να δημιουργήσει σκιάσεις και οι πινελιές του έμοιαζαν ατσούμπαλες και αυθόρμητες.
Οι στρώσεις των χρωμάτων δεν στέγνωναν και τα χρώματα μπερδεύονταν μεταξύ τους.
Το αποτέλεσμα όμως ήταν μοναδικό.
Υπήρχε η αίσθηση του αντικειμένου που σμιλεύεται κάτω από το φως και τις εξωτερικές συνθήκες.
Ο Μονέ ήθελε να αιχμαλωτίσει το φως και όχι το αντικείμενο.

Δύο πίνακες του, που ήταν θαλασσογραφίες, εμφανίζονται δημόσια το 1865 στο Salon, ετήσια έκθεση τέχνης του Παρισιού.
Την ίδια εποχή γνωρίζει την μούσα του και μετέπειτα σύζυγό του, Καμίλ Ντονσιέ.
Το πορτραίτο «Καμίλ» ή «Η γυναίκα με τα πράσινα» παρουσιάζεται το 1866 στο Salon.
Ένα χρόνο αργότερα το ζευγάρι αποκτά τον Ζαν.
Οι οικονoμικές δυσκολίες είναι τεράστιες.
Ο Μονέ δεν μπορεί να πουλήσει τους πίνακες του και ο πατέρας του είναι αρνητικός στο να τους βοηθήσει οικονομικά.
Ο ευαίσθητος χαρακτήρας του Μονέ δεν αντέχει την φτώχεια και μιζέρια που έχει καταπέσει η οικογένεια του και προσπαθεί να αυτοκτονήσει, πέφτοντας ανεπιτυχώς στον Σηκουάνα.
Το 1870, το ζευγάρι παντρεύτηκε και λίγο πριν ξεσπάσει ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος, ο Μονέ κατέφυγε στο Λονδίνο, για να αποφύγει την επιστράτευση.

Αρζεντέιγ και το στούντιο εν πλω
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Μονέ και η οικογένεια του επέστρεψαν στο Παρίσι.
Εγκαταστάθηκαν στη πόλη Αρζεντέιγ, λίγα χιλιόμετα μακριά από την γαλλική πρωτεύουσα.
Ο Μονέ έμεινε στην πόλη πέντε χρόνια.

Ο Μονέ ζωγράφισε την γυναίκα του στιγμές πριν πεθάνει

Κατά την διάρκεια της παραμονής του διαμόρφωσε πλήρως την τεχνοτροπία του.
Νοίκιασε μία βάρκα που σταδιακά την μετάτρεψε στο στούντιο του. Παρατηρούσε το φως και δούλευε με τις αντανακλάσεις του.
Μάλιστα, ο Ρενουάρ τον επισκέφτηκε αρκετές φορές με την γυναίκα του και στις ατελείωτες βαρκάδες με τον Μονέ αντάλλασσαν απόψεις για την τέχνη.
Το 1874 αποτελεί χρονολογία σταθμό για τον Μονέ.
Στις 15 Απριλίου 1874, πραγματοποιείται η πρώτη έκθεση Ιμπρεσιονιστών στο ατελιέ του διάσημου φωτογράφου Ναδάρ.
Τα έργα που παρουσιάζονται χαρακτηρίζονται για τις ελεύθερες γραμμές και την απόκλιση τους από αυτό που η Γαλλική Ακαδημία θεωρούσε κυρίαρχο ρεύμα στην ζωγραφική.
Ο πίνακας του Μονέ «Εντύπωση, ανατέλλων ήλιος» έδωσε το όνομα στο καλλιτεχνικό κίνημα του Ιμπρεσιονισμού που μεσουράνησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο πίνακας αποτύπωνε ένα ομιχλώδες πρωινό στο λιμάνι της Χάβρης και έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένα μισοτελειωμένο προσχέδιο.Ο Μονέ και οι υπόλοιποι ζωγράφοι αποδέχτηκαν τον όρο Ιμπρεσιονιστές και άνοιξαν τον δρόμο για νέες προσεγγίσεις στην ζωγραφική.
Το 1876 η Καμίλ υπέφερε από φυματίωση.
Ο γέννηση του δεύτερου γιου της επιδείνωσε την υγεία της και το 1879 η Καμίλ, στα τριάντα δύο της πέθανε. Ένα χρόνο νωρίτερα της διαγνώστηκε καρκίνος στην μήτρα.
Ο Μονέ ζωγράφισε την γυναίκα του τις τελευταίες της ώρες πριν πεθάνει στο κρεβάτι της.

Το Ζιβερνί και οι σειρές πινάκων
Μετά τον θάνατο της Καμίλ, ο Μονέ ζωγράφισε μια σειρά πινάκων όπου κυρίαρχα χρώματα ήταν το γκρι ,το μπλε και οι αποχρώσεις του μωβ.
Εκείνη την περίοδο ο Μονέ ζωγραφίζει και τους πιο σημαντικούς και εμβληματικούς πίνακές του.
Ύστερα από σύντομες εγκαταστάσεις σε περιοχές της Γαλλίας, ο Μονέ το 1883 μετακόμισε στο Ζιβερνί όπου νοίκιασε ένα μεγάλο οικόπεδο που άνηκε στον Έρνεστ Οσεντέ.
Η γυναίκα του Οσεντέ, η Άλις μετά τον θάνατο του άντρα της, έμεινε μαζί με τον Μονέ και ήταν υπεύθυνη για την ανατροφή των δικών της παιδιών και των γιων του Μονέ.
Το 1892 παντρεύτηκαν με μια μικρή τελετή.
Με τα χρήματα που κέρδιζε ο Μονέ από τους πίνακες του,αγόρασε και σταδιακά έφτιαξε την κατοικία του στο Ζιβερνί. Μετέτρεψε τον αχυρώνα σε ατελιέ και διακόσμησε τους κήπους του με πολλά εξωτικά λουλούδια και φυτά.
Αγαπημένο του μέρος ήταν η λίμνη με τα νούφαρα και την Ιαπωνική γέφυρα.
Η λίμνη πρωταγωνίστησε σε πολλούς πίνακες τους και πιθανώς αποτελεί την πιο διάσημη σειρά του από πίνακες.
Τα επόμενα χρόνια ο Μονέ ταξιδεύει σε πολλές πόλεις στην Μεσόγειο, μεταξύ των οποίων και η Μαδρίτη όπου έρχεται σε επαφή με το έργο του ζωγράφου Βελάσκεθ.

Ο Μονέ στο ατελιέ του καταπιάστηκε με την σειρά πινάκων που είχαν ως θέμα την λίμνη μα τα νούφαρα

Ταξιδεύει συχνά στο Λονδίνο και ζωγραφίζει μια σειρά έργων με θέμα τον Τάμεση.
Προηγουμένως είχε πραγματοποιήσει κι άλλες σειρές πινάκων, μεταξύ των οποίων οι «Καθεδρικοί της Ρουέν» (Rouen Cathedrals), «Θημωνιές» (Haystacks) και «Λεύκες»(Poplars).
Μέσα από τις σειρές επέμενε όχι στην αλλαγή του τοπίου, αλλά στις αλλαγές που η θέση του ήλιου, η ώρα και η εναλλαγή των εποχών επιφέρουν στο τοπίο.

Η σειρά πινάκων του Μονέ ,Θαμωνιές(Haystacks), που πραγματοποίησε κατά την δεκαετία του 1880

Το μεγάλο έργο για το μουσείο Ορανζερί
Το 1911, η Άλις πέθανε και ο Μονέ έπεσε σε κατάθλιψη.
Πάντα εκφραστικός και συναισθηματικός δεν μπορούσε να διαχειριστεί εύκολα τον πόνο, που του προκάλεσε ο χαμός της δεύτερης γυναίκας του.
Καταπιάστηκε με ένα μεγαλεπήβολο έργο που θα τον απασχολούσε περίπου δύο δεκαετίες.
Το 1899 ξεκίνησε να ζωγραφίζει την λίμνη με τα νούφαρα με κατοπτική κλίση και την γέφυρα στο κέντρο.
Αργότερα αφοσιώθηκε σε μια σειρά 12 έργων μεγάλης κλίμακας που του ανατέθηκε από το μουσείο Ορανζερί του Παρισιού.
Ο Μονέ σκέφτηκε να τα ζωγραφίσει σε καμβά πολύ μεγάλης διάστασης για να καλύψει τους τοίχους ενός ειδικού χώρου στο Μουσείο, ώστε οι επισκέπτες να έχουν «ένα καταφύγιο ειρηνικού διαλογισμού».

Τα νούφαρα και η ιαπωνική γέφυρα, αντικείμενα που συνεχώς ζωγράφιζε ο Μονέ

Το 1923, εγχειρήθηκε επιτυχώς στα μάτια για καταρράκτη.
Στις 5 Δεκεμβρίου του 1926, ο Μονέ σε ηλικία 86 ετών πέθανε από καρκίνο στον πνεύμονα.
Μέχρι σήμερα το σπίτι στο Ζιβερνί, που έχει μετατραπεί σε μουσείο, αποτελεί πόλο έλξη για χιλιάδες τουρίστες που θέλουν να δουν από κοντά το μέρος όπου έζησε ο καλλιτέχνης για περισσότερα από 43 χρόνια.
Ο Μονέ μέσα από το έργο του έδωσε μια διαφορετική πιο «ρευστή» προσέγγιση στην ζωγραφική εξωτερικού χώρου.
Είναι ένας από τους χαρακτηριστικότερους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους και αποτέλεσε τον πρόδρομο άλλων,περισσότερο, αφηρημένων καλλιτεχνικών ρευμάτων.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here