Στις 7 Μαρτίου 1943, ένα πρωτοποριακό και ριζοσπαστικό κείμενο, ξεσήκωσε τις αντιδράσεις της κυπριακής κοινωνίας. Αυτό που θεωρείται αυτονόητο σήμερα, ήταν ανήκουστο τη δεκαετία του ’40. Το άρθρο ζήταγε απλά την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα. Όμως το ζητούμενο δεν ήταν ούτε απλό ούτε ασήμαντο.
Η Έλλη Μιχαηλίδου από τη Λεμεσό υπέγραψε το κείμενο της και το δημοσίευσε στην εφημερίδα Παρατηρητής του Πάνου Φασουλιώτη.
Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που μία ρηξικέλευθη Λεμεσιανή ζητούσε ίσα δικαιώματα για τα δύο φύλα. Είχε προηγηθεί μισό αιώνα πριν, η πρωτοπόρος Πολυξένη Λοϊζιά, μία από τις πρώτες φεμινίστριες, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την καλυτέρευση της θέσης της γυναίκας στην κυπριακή κοινωνία.
Στα βήματα λοιπόν της Πολυξένης κι αφού δεν είχαν σημειωθεί ιδιαίτερες αλλαγές στο πατριαρχικό καθεστώς που καταπίεζε τις γυναίκες, η νεαρή Έλλη αποφάσισε με γλώσσα «σερνική» να διεκδικήσει ισότητα.
Αφορμή, στην αγανάκτησή της είχε σταθεί η «συνήθεια» της μεγαλοαστικής τάξης να «γκαστρώνουν» τις δούλες τους και εν τέλει να μην αναγνωρίζουν τα παιδιά που έκαναν, με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται ζητιάνοι πεταμένοι στον δρόμο.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν ο Αρκοντής της Λεμεσού. Ο επιφανής «πελλός«, πατέρας του οποίου ήταν ένας Λεμεσιανός προύχοντας που όσο ζούσε «έπαιζεν πελλόν».
Η Έλλη Μιχαηλίδου σε νεαρή ηλικία
«Η γυναίκα και η εξίσωσης της με τον άντρα»
 Η Έλλη γεννήθηκε το 1915 σε μία μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας της Αριστόδημος Μιχαηλίδης, ήταν υποδιευθυντής της Τράπεζας Αθηνών. Η μητέρα της Χριστίνα, καταγόταν από μία «καλή» οικογένεια της Λεμεσού, η οποία όμως είχε ξεπέσει οικονομικά.
Η Χριστίνα ήταν φιλελεύθερη. Ο Αριστόδημος από την άλλη ήταν αυστηρών και πατριαρχικών αρχών.
Η Έλλη μεγάλωσε σε ένα μικροαστικό κλίμα, με πιάνο και συγκεντρώσεις σε σπίτια, όπου άκουγε τις διάφορες απόψεις που κυκλοφορούσαν στην Λεμεσό του μεσοπολέμου.
Αυτό που την ξεσήκωσε ήταν οι κουτσομπολίστικες συζητήσεις που λάμβαναν χώρα στο σαλόνι της μητέρας της. Άκουγε τις κυρίες της ψηλής κοινωνίας να σχολιάζουν για άλλες γυναίκες:
«Την καημένη την γέλασε ο τάδε και τώρα ποιος θα την παντρευτεί». Και η Έλλη απορούσε, «τι πάει να πει την γέλασε κάποιος;».
Έτσι έγραψε το πρώτο της άρθρο, το οποίο έστειλε κρυφά από τον αυστηρό πατέρα της.
Στο άρθρο κατήγγειλε την υποκριτική κοινωνία της Λεμεσού και ταυτόχρονα την αντρική καταπίεση πάνω στις γυναίκες.
«Ο άνδρας μπορεί να κάνη ότι θέλει για να γλεντήση τη ζωή του όσο το δυνατό πιο ευχάριστα αδιαφορώντας για τις δυστυχισμένες γυναικείες υπάρξεις ». Το άρθρο που συζητήθηκε

Ενθαρρυμένη από ανταπόκριση που έτυχε από άλλες πρωτοπόρες γυναίκες του κύκλου της. έγραψε και ένα δεύτερο άρθρο στο οποίο διεκδικούσε το δικαίωμα της γυναίκας στον έρωτα.

Χαρακτηριστικά, ανάμεσα σε άλλα έγραφε η Έλλη:

Ο συντηρητικός πατέρας της για να ανατρέψει το πύρινο άρθρο, έγραψε ο ίδιος ένα ψεύτικο κείμενο με το όνομά της και το δημοσίευσε στην ίδια εφημερίδα.

«Αυτός να γλεντήση, αυτός να διασκέδαση δηλ. να πλανέψη, ν’ αδικήση, να καταστρέψη το πάν στο πέρασμα του αρκεί να διασκέδαση εγωιστικά αυτός, μονάχα αυτός.

Ο άνδρας λοιπόν, ο φοβερός αυτός εκμεταλλευτής της γυναίκας, που τόσα χρόνια την είχε υποχείριο του και την μεταχειριζότανε σα σκλάβα του, έχει τον άγριο εγωϊσμό που από μικρό παιδί του φυτέψανε στο μυαλό οι δικοί του, ότι είναι άνδρας κι έτσι αφού είναι άνδρας έχει ελεύθερο πεδίο δράσεως: μπορεί να κάνη ότι θέλει για να γλεντήση τη ζωή του όσο το δυνατό πιο ευχάριστα αδιαφορώντας για τις αδικίες που σκορπά γύρω του, για τις δυστυχισμένες αυτές γυναικείες υπάρξεις τες οποίες αφού μολύνη με τα βρώμικα του χέρια τες πετά στον δρόμο σα κουρέλια για να βρεθή δίχως άλλο πάλι, κανένα άλλο πειναλέο κινάριο να τες παραπλανέση με τη σειρά του και να τες εγκατάλειψη στη τύχη τους όπως κάνανε προηγουμένως οι άλλοι.
Και τότε είναι εύκολο να μαντεύση κανείς την τύχη των δυστυχισμένων αυτών γυναικών οι οποίες δεν είναι άλλο παρά θύματα της εγωπάθειας και σαρκολατρείας των ανδρών. Αλοίμονο σ’ αυτές σαν τύχη και παραστρατήσουνε άθελα τους. Θα τους κλείση κατάμουτρα την πόρτα η κοινωνία ολόκληρη. Καμμιά χαρά, καμμιά ευτυχία δεν τες περιμένει πια.»
 

Το άρθρο της ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Μάλιστα, οι γυναίκες της «καθώς πρέπει» κοινωνίας, προσβλήθηκαν τόσο που απέστειλαν απάντηση στο άρθρο της γράφοντας:  «Δεν θέλουμε τας γυναίκας μας Μεσσαλίνας». Αναφέρονταν στη νυμφομανή αυτοκράτειρα που εξέδιδε γυναίκες στην Ρώμη.
Ο συντηρητικός πατέρας της δεν είχε ιδέα για το άρθρο. Δεν άργησε να το ανακαλύψει και η Έλλη ομολόγησε το «αμάρτημά» της.
Έξαλλος της ζήτησε να ανακαλέσει όσα είχε πει. Έτρεξε στον Πάνο Φασουλιώτη, εκδότη του Παρατηρητή και έγραψε μία επιστολη, ανακαλώντας όλα όσα είχε υποστηρίξει η Έλλη.
Το ψευδεπίγραφο κείμενο, με την «υπογραφή» της Έλλης, δημοσιεύθηκε στην επόμενη έκδοση του Παρατηρητή.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της, έζησε με τη μητέρα της και την αδελφή της.
Πέθανε σε ηλικία 93 ετών, όταν καταπλακώθηκε από αυτοκίνητο σε διάβαση πεζών, στον παραλιακό δρόμο της Λεμεσού.
Πηγή: Τίτος Κολώτας, Έλλη Μιχαηλίδου μια ρηξικέλευθη Λεμεσιανή με πρωτοποριακές ιδέες για τη χειραφέτηση της γυναίκας.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here