Τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Μαρτίου 1962, εκρήξεις συγκλόνισαν τη Λευκωσία. Ήταν γύρω στη μία με μιάμιση τα ξημερώματα όταν πέντε ωρολογιακές βόμβες εξερράγησαν στα τεμένη Μπαϊρακτάρη και Ομεριέ, στο κέντρο της πρωτεύουσας. Οι αστυνομικές αρχές που έσπευσαν στο σημείο, αντίκρισαν τα τεμένη κατεστραμμένα και ανακάλυψαν άλλες δύο ωρολογιακές βόμβες οι οποίες δεν είχαν εκραγεί.

Την επόμενη μέρα ψίθυροι έκαναν λόγο για εμπρηστική ενέργεια εκ μέρους των Ελληνοκύπριων, υποστηρίζοντας πως η 25η Μαρτίου επιλέχθηκε εσκεμμένα αφού οι Ε/Κ γιόρταζαν την εθνική τους γιορτή της απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό.
Από την άλλη, ο Υπουργός Εσωτερικών Πολύκαρπος Γιωρκάτζης έκανε τις πρώτες του δηλώσεις ξεκαθαρίζοντας πως η εμπρηστική ενέργεια ήταν ξεκάθαρα μία πράξη προβοκάτσιας εκ μέρους «εξτρεμιστικών στοιχείων της τουρκοκυπριακής κοινότητας».

Οι εφημερίδες του Αντιπροέδρου Φαζίλ Κιουτσούκ και του Ραούφ Ντενκτάς κατηγορούσαν ξεκάθαρα τους Ελληνοκύπριους, κάνοντας λόγο για τρομοκρατικές ενέργειες που ως μοναδικό στόχο έχουν να καταστρέψουν το κλίμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Ωστόσο, υπήρχε και μία εφημερίδα Τουρκοκυπρίων που υποστήριζε ότι ο Γιωρκάτζης είχε δίκιο και η εμπρηστική ενέργεια ήταν προβοκάτσια.

Οι δημοσιογράφοι της αλήθειας

Οι Τουρκοκύπριοι Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Μουζαφέρ Γκιουρκάν, ήταν δημοσιογράφοι και εκδότες της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ», υπέρμαχοι της ελληνοτουρκικής φιλίας και της ειρηνικής συμβίωσης στο νησί. Η εφημερίδα τους υποστήριξε πως οι εμπρηστικές ενέργειες υπήρξαν πράξεις των τρομοκρατικών στοιχείων της τ/κ κοινότητας για λόγους προβοκάτσιας, η οποία αποσκοπούσε στο να προκαλέσει προστριβές μεταξύ των δύο κοινοτήτων και να εμποδίσει τη λειτουργία του κοινού νέου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι δύο δημοσιογράφοι είχαν δηλώσει πως θα αποκάλυπταν τους δράστες της προβοκάτσιας.

Οι δικηγόροι και εκδότες της Τζουμχουριέτ, Αϊχάν Χικμέτ (αριστερά) και Αχμέτ Μουζαφέρ Γκιουργκάν (δεξιά)

«Σκοτώστε τους… προδότες!»

Από την τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ του Ραούφ Ντενκτάς, οι δύο δημοσιογράφοι χαρακτηρίζονταν ως «προδότες».
Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν λάβει επιστολές με απειλητικό περιεχόμενο και απειλητικά τηλεφωνήματα στο σπίτι, όπου τους «προειδοποιούσαν» να σταματήσουν να εκθέτουν στοιχεία σχετικά με τον εμπρησμό και να διακόψουν την έκδοση της εφημερίδας τους.
Ένα μήνα μετά το περιστατικό με τις βόμβες, οι δύο δημοσιογράφοι ήταν έτοιμοι να καταθέσουν τα στοιχεία που είχαν στις ανακριτικές αρχές. Δεν πρόλαβαν όμως.
Το βράδυ της 23ης Απριλίου προς τα ξημερώματα της 24ης, οι δύο άντρες δολοφονήθηκαν από «αγνώστους».

«Τον είδα νεκρό»

Η Σαμπιχά Χικμέτ

Η σύζυγος του Αχμέτ Γκιουργκάν, ξάπλωνε στο κρεβάτι όταν γύρω στις 20:45 άκουσε τρεις κρότους. Στην αρχή νόμισε πως κάποιοι έριχναν πέτρες στα παράθυρα του σπιτιού τους ή στη στέγη. Φοβήθηκε και γι΄ αυτό δεν βγήκε έξω να δει τι συνέβαινε. Σηκώθηκε, πλησίασε στην πόρτα και κοίταξε δειλά-δειλά έξω από το τζάμι, όταν άκουσε την πόρτα του γειτονικού σπιτιού να κλείνει απότομα, δεν είχε όμως το θάρρος να βγει έξω για να δει τι συνέβαινε.

«Πήρα ένα μαξιλάρι και κάθισα στο κρεβάτι. Όλη νύχτα σκεφτόμουν και διερωτώμουν διαρκώς γιατί να μην έρθει ακόμα ο σύζυγός μου. Γύρω στις 04:40 το πρωί, αποφάσισα να ανοίξω την πόρτα και να βρω τις πέτρες που μας πέταξαν. Δεν βρήκα όμως τίποτα και προχώρησα προς την αυλή, προς το αυτοκίνητο. Τότε τον είδα νεκρό μέσα στο αμάξι. Το πρόσωπό του ήταν πεσμένο πάνω στο τιμόνι, στα χέρια του κρατούσε μία σακούλα με δύο πίτες σουβλάκια που είχε φέρει να φάμε. Άρχισα τότε να φωνάζω, ξύπνησα τους γείτονες και τους είπα τι έγινε. Τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν να πάμε στην αστυνομία, όμως δεν έκαναν τίποτα. Έβλεπα τις γυναίκες τους που τους ένευαν να πάνε μέσα στο σπίτι και να κλείσουν την πόρτα. Περπάτησα μέχρι ένα συγγενικό σπίτι και μόνο τότε κατάφερα να πάω στο τμήμα να καταγγείλω τη δολοφονία του συζύγου μου. Κανείς δεν μας βοήθησε, κανείς δεν μας επισκέφθηκε από τους ανωτέρους. Μόνο κάποιοι Έλληνες δημοσιογράφοι», διηγείτο με κλάματα η σύζυγος του Αχμέτ.

Νεκρός στο κρεβάτι του

Τέσσερις ώρες αργότερα, ένας δυνατός θόρυβος ξύπνησε τη Σαμπιχά Χικμέτ. Έντρομη ξύπνησε και αντίκρισε μέσα στο δωμάτιο της δύο κουκουλοφόρους. Ο ένας μόλις είχε πυροβολήσει τον σύζυγό της ο οποίος κοιμόταν σε διπλανό κρεβάτι στο ίδιο δωμάτιο με τα παιδιά τους. Το μόνο που πρόλαβε να ακούσει η Σαμπιχά ήταν ένα «Αχ» από τον Αχμέτ, λίγο πριν ξεψυχήσει.

Οι δύο εκδότες δολοφονημένοι. Αριστερά ο Γκιουργκάν στο αυτοκίνητό του και δεξιά ο Χικμέτ στο κρεβάτι του

«Όταν άκουσα τον πρώτο πυροβολισμό ξύπνησα και είδα ένα πρόσωπο που είχε καλυμμένο το πρόσωπό και κρατούσε περίστροφο, να πυροβολεί τον άνδρα μου. Έριξε εναντίον του τέσσερις συνολικά πυροβολισμούς και αποτραβήχτηκε προς την πόρτα του σπιτιού. Κοντά στην πόρτα στεκόταν δεύτερος ένοπλος και αφού παραχώρησε τη θέση του προς τον άλλον προχώρησε κι εκείνος προς τον άντρα μου κι έριξε άλλους τέσσερις πυροβολισμούς. Όταν έφυγαν έτρεξα προς τον σύζυγό μου, ο οποίος ακόμα ζούσε. Κρατώντας τον στην αγκαλιά μου προσπάθησα όσο μπορούσα να τον κάμω να συνέλθει και να μου μιλήσει. Δυστυχώς όμως μάταια. Βογκούσε μόνο και με κοίταζε λυπημένος, προχώρησα προς το τηλέφωνο για να καλέσω τον γιατρό, όμως συνειδητοποίησα πως το σύρμα του τηλεφώνου ήταν κομμένο».

Η δολοφονία των δύο δημοσιογράφων δεν διαλευκάνθηκε ποτέ και παρέμεινε στο ράφι με τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις, όπως ακριβώς και οι εκρήξεις στα τεμένη Ομεριέ και Μπαϊρακτάρη.

Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: «Οι Τούρκοι της Κύπρου κινδυνεύουν από τους Τούρκους τρομοκράτες και όχι από τους Έλληνες». Η επιστολή του Ιχσάν Αλί, όταν έγιναν οι δικοινοτικές ταραχές. Είχε υπερασπιστεί τον Παλληκαρίδη  

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here