Οι Σαμουράι, ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι στρατιώτες, που έγιναν γνωστοί από τα μέσα του 12ου αιώνα στην Ιαπωνία και έδρασαν επί, τουλάχιστον, 600 χρόνια.
Η αναδιανομή της γης και η βαριά φορολογία που είχε επιβληθεί εκείνη την εποχή, είχε ως αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι περισσότεροι αγρότες να δουλεύουν για λογαριασμό μεγάλων γαιοκτημόνων, που κατάφεραν να διατηρήσουν τις εκτάσεις και την περιουσία τους.

Οι ισχυροί αυτοί άνδρες, που μάζεψαν όλο τον πλούτο και την δύναμη, δημιούργησαν ένα νέο φεουδαρχικό σύστημα. Για να υπερασπιστούν τα υπάρχοντα αλλά και την εξουσία τους, χρειάζονταν ικανούς πολεμιστές. Έτσι, γεννήθηκε η πρώτη γενιά «σαμουράι» ή «μπούσι» όπως τους αποκαλούσαν.

Κάποιοι από τους πολεμιστές ήταν συγγενείς με τον γαιοκτήμονα. Ο κώδικας των σαμουράι, υπογράμμιζε την πλήρη υποταγή στον άρχοντα τους

Η περίοδος από το 794 έως το 1185 ήταν για την Ιαπωνία από τις πλέον ταραγμένες περιόδους, λόγω των συνεχών εξεγέρσεων.
Η αυτοκρατορική ισχύς, είχε συρρικνωθεί μόνο μέσα στην πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγάλο κενό εξουσίας.
Ήδη, από το 1100, οι σαμουράι ασκούσαν αποτελεσματικά τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία, η οποία ενισχύθηκε από τον Γιοριτόμο Μιναμότο, λίγα χρόνια πριν εγκαθιδρύσει την πρώτη κυβέρνηση σόγκουν στη χώρα.

Οι σαμουράι απέκτησαν δύναμη μέσα από τις μάχες ανάμεσα στις τρεις κύριες φυλές: Μιναμότο, Φουτζιβάρα και Τάιρα

Ο τίτλος Σέι-ι-Τάι-σόγκουν σημαίνει «Ο μεγάλος στρατηγός που υποτάσσει τους βαρβάρους» και χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τους στρατηγούς που στάλθηκαν για να υποτάξουν τις καυκάσιες φυλές Αϊνού, που κατοικούσαν στις ανατολικές και βόρειες περιοχές του νησιού Χoνσού.
Το 1192, στον Γιοριτόμο, αρχηγό της φυλής Μινατόμο που καθιερώθηκε ως η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στη χώρα, αποδόθηκε από τον αυτοκράτορα ο τίτλος Σέι-ι-τάι-σόγκουν, προφανώς επειδή ήταν ο ύψιστος στρατιωτικός τίτλος.
Η πλησιέστερη ελληνική απόδοση στον όρο θα ήταν πιθανώς αρχιστράτηγος, αλλά για την ιαπωνική πραγματικότητα σήμαινε πως ο Γιοριτόμο ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της Ιαπωνίας.
Στην πορεία του χρόνου οι σαμουράι εξελίχθηκαν σε ξεχωριστή τάξη – περίπου το 12ο αιώνα  αν και ο όρος σαμουράι αναφερόταν κυρίως στους ιππότες-ευγενείς, ενώ ο όρος μπούσι αναφερόταν στους πολεμιστές. Κάποιοι από αυτούς σχετίστηκαν με την άρχουσα τάξη, ενώ άλλοι παρέμειναν απλοί μισθοφόροι.

Τα όπλα των Σαμουράι
Το σπαθί που έφεραν πίσω από την πλάτη τους, θεωρείτο ιερό. Μόνο ειδικοί τεχνίτες μπορούσαν να το κατασκευάσουν. Ήταν φτιαγμένα από σίδερο και κάρβουνο.

Φωτιά, νερό, αμόνι και σφυρί χρησιμοποιούσαν οι ειδικοί τεχνίτες για να δώσουν την κατάλληλη καμπυλότητα στα σπαθιά των Σαμουράι, γνωστά και ως «κατάνα»

Για το εσωτερικό του ξίφους χρησιμοποιούσαν ένα συγκριτικά, μαλακό μέταλλο σε επιστρώσεις λεπτών φύλλων, έτσι ώστε να αντέχει στην πίεση.
Το εξωτερικό τμήμα του και η κόψη ήταν κατασκευασμένα από ατσάλι με διαφορετικούς βαθμούς σκληρότητας, διαμορφωμένο σε επιστρωματώσεις που είχαν σφυρηλατηθεί τουλάχιστον 20 φορές. Υπολογίζεται ότι τα χτυπήματα σφυρηλάτησης ξεπερνούσαν το 1.000.000!
Αυτή η εξωτερική επικάλυψη γινόταν ακόμη σκληρότερη με τη θέρμανση και την απότομη ψύξη της λεπίδας στο νερό.

Το μικρότερο ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές Σαμουράι ήταν το «τάντο». Εκτός από τα ξίφη, χρησιμοποιούσαν και μεγάλα τόξα, τα οποία ονόμαζαν «γιάμι»

Ο πολιτισμός των Σαμουράι, ήταν θεμελιωμένος στην έννοια του «Μπουσίντο», που σημαίνει ο «τρόπος του πολεμιστή». Κεντρικό δόγμα ήταν η απελευθέρωση από τον φόβο του θανάτου. Οι Σαμουράι πολεμούσαν για τους αφέντες τους και ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν έντιμα πάνω στη μάχη.
Από αυτή την αδιαφορία για τον θάνατο, εξελίχθηκε και το «σεπούκου» ή «χάρα κίρι», όπως έγινε στη Δύση, που στα ιαπωνικά σημαίνει «σκίσιμο του στομάχου». Σε αυτή την ενέργεια προέβαιναν οι ντροπιασμένοι αξιωματούχοι, καρφώνοντας ένα κοντό ξίφος στο στομάχι τους.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here