Κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής στην Ελλάδα, το στρατόπεδο Χαϊδαρίου δεν αποτελούσε απλώς μια φυλακή, ένα σημείο κράτησης και βασανισμού των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Είχε μετατραπεί σε σύμβολο του τρόμου.
Το 1941 οι Ιταλοί είχανε αναλάβει τη διοίκηση των στρατοπέδων της νότιας Ελλάδας, όπως ήταν της Ακροναυπλίας, της Λάρισας, των Τρικάλων, των Καλαβρύτων κ.α.
Όταν ο ένοπλος αγώνας κορυφώθηκε την άνοιξη του 1943, ξεκίνησε διαδικασία συγχώνευσης των στρατοπέδων.
Οι κατοχικές δυνάμεις ήταν επισφαλείς. Ακόμη και μετά την εδραίωση της νέας κατάστασης, οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Ιταλούς αναξιόπιστους.

Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου

Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη
Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στα τέλη Αυγούστου του 1943 να ξεκινήσει η μεταφορά 590 κρατουμένων από τα στρατόπεδα της Λάρισας στην Αθήνα. Το σημείο που τελικά συγκεντρώθηκαν ήταν το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, το οποίο είχε δημιουργηθεί από τον Ιωάννη Μεταξά το 1936.
Οι Γερμανοί πλέον είχαν τον πλήρη έλεγχο, καθώς οι Ιταλοί τους είχαν μεταβιβάσει όλες τις αρμοδιότητες των στρατοπέδων.
Το στρατόπεδο αρχικά λειτουργούσε ως παράρτημα των φυλακών «Αβέρωφ». Στις 29 Νοεμβρίου του 1943, την διοίκηση ανέλαβε η SD, υπό τον ταγματάρχη Πάουλ Ραντόμσκι, και το μετέβαλε σε τόπο μεταγωγής κρατουμένων.
Με αυτόν τον τρόπο εγκαινιάστηκε το νέο καθεστώς βίας και βαρβαρότητας.

Η εξέλιξη του πολέμου και οι δολοφονίες πολιτών
Το καλοκαίρι του 1944, οι γερμανικές δυνάμεις ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν από την Ελλάδα, αφού τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν εισέλθει πια στο έδαφος της Γερμανίας.
Οι Γερμανοί φαινομενικά προσπαθούσαν να αποφύγουν τις εχθροπραξίες εις βάρος των Ελλήνων. Στην πράξη όμως άρχισαν να πυκνώνουν τις εκτελέσεις σε ολόκληρη τη χώρα.

Πάουλ Ραντόμσκι
Πάουλ Ραντόμσκ

Τους τελευταίους μήνες της κατοχής, υπήρξαν εκατοντάδες δολοφονίες πολιτών.
Αυτή ήταν η εντολή του αρχηγού των SS και της αστυνομίας στην Ελλάδα, Βάλτερ Σιμάνα και του βοηθού του Βάλτερ Μπλούμε.
Πολύ σύντομα, ο Μπλούμε άρχισε να παρακάμπτει τον Σιμάνα και να ασκεί τη δική του πολιτική, λαμβάνοντας διαταγές απευθείας από το Βερολίνο. Στην πραγματικότητα αυτός κινούσε τα πάντα.
Κατά τη διάρκεια της αρχηγίας του Σιμάνα, εκδόθηκε διαταγή, η οποία τοιχοκολλήθηκε στους δρόμους της Αθήνας. Ανέφερε ότι «για κάθε ένα φόνο Γερμανού στην Ελλάδα, θα εκτελούνται από 50 έως και 100 Έλληνες, ανάλογα με το βαθμό του Γερμανού, ως αντίποινα».
Εκτελέστηκαν περίπου 2.000 Έλληνες, οι οποίοι δεν είχαν ουδεμία σχέση με αδικήματα. Ήταν όλοι αθώοι.

Η «πολιτική του χάους»

Βάλτερ Μπλούμε
Βάλτερ Μπλούμε

Η Υπηρεσία Ασφαλείας των Γερμανών πριν διαλυθεί υλοποίησε τη λεγόμενη «πολιτική του χάους». Συνέλαβε τους Σοφούλη, Καφαντάρη και Γονατά. Τους θεωρούσε πολιτικές προσωπικότητες, που θα διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας και ζήτησε την άμεση εκτέλεση τους.
Γι αυτό το θέμα έγινε μια κρίσιμη σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της Υπηρεσίας Ασφαλείας, της γερμανικής πρεσβείας και της Βέρμαχτ. Ύστερα από μια έντονη συνεδρίαση η πρότασή του απορρίφθηκε.
Στα τέλη του Αυγούστου, ξεκίνησαν οι απολύσεις κρατουμένων από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες.
Ωστόσο στις 7 Σεπτεμβρίου 1944, η Υπηρεσία Ασφαλείας έδωσε το τελευταίο της χτύπημα. Κάτω από άκρα μυστικότητα, συγκέντρωσε 59 κρατουμένους και τους οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε δασική περιοχή στο Δαφνί.

Οι εκτελέσεις
Μια ημέρα πριν από την εκτέλεση τους, οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο αρχηγείο της SD, το οποίο στεγαζόταν στην οδό Μέρλιν. Εκεί τους δόθηκαν τα απολυτήρια τους, τα προσωπικά τους αντικείμενα, ενώ τα ονόματα τους είχαν καταγραφεί στον πίνακα των αποφυλακισμένων.
Αντί να αφεθούν όμως ελεύθεροι, το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου, τους επιβίβασαν σε αυτοκίνητα, τους μετέφεραν στο Δαφνί και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ.

To δωμάτιο - κρατητήριο της οδού Μέρλιν.
To δωμάτιο – κρατητήριο της οδού Μέρλιν.

Στο βιβλίο του Δημητρίου Γατόπουλου «Ιστορία της Κατοχής», περιγράφονται οι εκτελέσεις.
«Εις τας 8 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί διέπραξαν καινούργιο φρικτό έγκλημα. Χωρίς κανένα δικαιολογητικόν και χωρίς να προηγηθή τίποτε απολύτως που να δικαιολογή το αιώνιον πρόσχημα της ‘’εκτελέσεως ομήρων εις αντίποινα’’, εξετέλεσαν κατά τον αγριώτερον τρόπον δεκάδας αθώων από εκείνους που εκρατούντο στο Χαϊδάρι (…) Το δε νέον γερμανικόν κακούργημα διεπράχθη κοντά στο Δαφνί. Οι προς εκτέλεσιν μεταφέρθησαν εκεί ‘’χάριν συντομίας’’ κι εθανατώθησαν δια πυροβολισμών. Το θέαμα ήτο αφαντάστως αποτρόπαιον. Το ένα πτώμα ήταν ριγμένο πάνω στο άλλο, τα περισσότερα δε ήσαν παραμορφωμένα από τις πολλές σφαίρες που είχαν δεχθή εις το πρόσωπον και εις το λαιμόν».

Η αιματοβαμμένη είσοδος της αυλής των γερμανικών κρατητηρίων στην οδό Μέρλιν
Η αιματοβαμμένη είσοδος της αυλής των γερμανικών κρατητηρίων στην οδό Μέρλιν

Η ταφή και η αναγνώριση των πτωμάτων
Μετά τις εκτελέσεις τα SS αποχώρησαν, ενώ τα πτώματα μεταφέρθηκαν με γκαζοζέν του δήμου στο Γ’ Νεκροταφείο. Εκεί κατέφθασαν αστυνομικοί υπάλληλοι της «Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Υπηρεσιών», ώστε να πάρουν αποτυπώματα και φωτογραφίες των νεκρών. Όταν η διαδικασία ολοκληρώθηκε, τους έθαψαν.
Τα πτώματα δεν είχαν ταυτότητες. Για να αναγνωριστούν από τους συγγενείς έγινε το εξής.
Τους έβγαλαν τα ρούχα και τα εξέθεσαν σε ένα χώρο στο νεκροταφείο.
Πάνω στον ιματισμό υπήρχε και ένας αριθμός, ο οποίος αντιστοιχούσε σε κάθε τάφο.
Οι συγγενείες  έπρεπε από το ρουχισμό να αναγνωρίσουν το δικό τους άνθρωπο.
Από τα 59 άτομα που εκτελέστηκαν, τα περισσότερα ήταν μέλη Οργανώσεων Πληροφοριών και Δολιοφθορών. Συνεργάτες της βρετανικής Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE), ενώ τουλάχιστον δύο ήταν συνεργάτες των Γερμανών.

Αντλήθηκαν πληροφορίες από τα «ΙΣΤΟΡΙΚΑ» της «Ελευθεροτυπίας» (2004)

 

 

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here