Εν ο πελλός που την πόρτα, εν να πιάεις τον Μίτα, η συτζιά του μαύρου και άλλες πολλές εκφράσεις της κυπριακής καθομιλουμένης, που χρησιμοποιούνται καθημερινά και εκφράζουν ακριβώς αυτό που θέλουμε να πούμε.
Κι όλοι καταλαβαίνουν. Ποια είναι όμως η ιστορία της κάθε έκφρασης, πώς προέκυψε και ποια είναι όλα αυτά τα πρόσωπα που έχουν εισβάλει στην καθημερινότητά μας; Ο Μίτας, ο πελλός, ο μαύρος, η παπαθκιά έχουν δικές τους ιστορίες. Άλλες πραγματικές, άλλες φανταστικές συνδέονται με το παρελθόν και την κουλτούρα του νησιού.

Μέρος Α΄

Εν ο πελλός που την πόρταν

Αρχικά η έκφραση δεν βγάζει κανένα νόημα. Ωστόσο, όλοι καταλαβαίνουν. Ποιοι ξέρουν όμως τον πελλό; Η ιστορία αναφέρει πως κάποτε υπήρχαν δύο αδέλφια. Ο πελλός και ο πιο «έξυπνος» αδελφός του, οι οποίοι αποφάσισαν να βγουν στους δρόμους και να βρουν την τύχη τους. Φεύγοντας από το σπίτι ο έξυπνος φώναξε «Φερ’ τζιαι την πόρταν μιτά σου, ρε πελλέ», εννοώντας να την κλείσει. Ωστόσο, αυτός απλά πήρε μαζί του ολόκληρη την πόρτα και οι δυο τους άρχισαν να περιφέρονται στους δρόμους. Όταν το συνειδητοποίησε ο έξυπνος του είπε «ρε μα ΄σαι πελλός, κουβαλάς τζιαι την πόρτα μιτά σου;». Σε μία άλλη εκδοχή του παραμυθιού λέγεται πως ο έξυπνος αδελφός αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του στο σπίτι του παπά. Έτσι ζήτησε από τον πελλό αδελφό του να πάνε να δουν αν είναι όμορφη η κόρη του παπά για να τη ζητήσει σε αρραβώνα. Το παραμύθι τελειώνει με την ίδια στιχομυθία και τον πελλό να κρατά την πόρτα του σπιτιού του παπά.

Εν να πιάεις τον Μίτα

Γενιές ολόκληρες χρησιμοποιούν αυτήν τη φράση χωρίς παρ’ όλα αυτά να γνωρίζουν  την προέλευσή της. Συνήθως τη χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε με υπερβολή πως όταν κάποιος προσπαθεί να πετύχει ή να πάρει κάτι, ουσιαστικά στο τέλος δεν θα τα καταφέρει. Θα φύγει, δηλαδή, με άδεια χέρια. Ποιος ήταν όμως ο Μίτας και γιατί έμεινε το όνομά του τόσο βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μας ως κάτι το άπιαστο;

Ο Τζεμάλ Μεχμέτ Μίτας ήταν γνωστός εγκληματίας την περίοδο του ’40. Με καταγωγή από την Πάφο είχε καταδικαστεί πρώτα για κλοπή και αργότερα για δολοφονία. Τότε ανέβηκε στα βουνά, δημιούργησε τη δική του ληστοσυμμορία και εξαφανίστηκε. Οι αρχές τον αναζητούσαν για χρόνια και είχε καταντήσει κυριολεκτικά ο αητός της παρανομίας. Ο κόσμος χρησιμοποιούσε μία παρόμοια έκφραση ήδη από τότε λέγοντας «Που εν να πιαν τον Μίτα, βλέπουμε». Το όνομά του, το θράσος του και η επιδεξιότητά του, συνδέθηκαν στην κοινή μνήμη του νησιού με το «άπιαστο».
Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία του Μίτα, εδώ 

Εν της παπαθκιάς τα ξύλα

Η ιστορία αναφέρει πως κάποτε ένας παπάς έκοβε ξύλα και η παπαδιά άφηνε τους γείτονες να παίρνουν όσα θέλουν. Ο πατήρ που μουρμούραγε, έριχνε αυγά στον τοίχο, αφού η παπαδιά που δεν γνώριζε τον κόπο που χρειάζεται το κόψιμο των ξύλων, συνέχισε απτόητη να δίνει ξύλα στους γείτονες. Κάποια στιγμή τα ξύλα έλειψαν. Κι αναγκάστηκε να πάει να κόψει μόνη της. Και τότε συνειδητοποίησε πόσο δύσκολη δουλειά είναι και πως μετά από όλη αυτήν την κούραση δεν είναι για χάρισμα. Όταν λοιπόν ήρθε ο πρώτος γείτονας να πάρει ξύλα εκείνη είπε: «Τωρά εν της παπαθκιάς τα ξύλα!».

 

Αχ τον γιο μου τον Βασίλη!

Ήταν μία νέα που γενικά αγχωνόταν πολύ. Καθώς λοιπόν περπατούσε με τη μητέρα της είδε μία συκιά κι αναφώνησε: «Μάνα! Αν κάνω γιο και τον πω Βασίλη κι ανέβει στη συκιά και πέσει κάτω κι έχει ένα γκρεμό και πεθάνει; Αχ! Τον γιο μου τον Βασίλη» κι αποκρίθηκε η μητέρα της «Αχ! Τον εγγονό μου τον Βασίλη»! Γενικά η έκφραση λέγεται για όσους προτρέχουν σε συμπεράσματα και μοιρολογούν για αβάσιμα κακά που φαντάζονται ότι θα πάθουν στο μέλλον.

Εν η συτζιά του μαύρου

Μια έκφραση που ακούγεται συχνά ειδικά όταν νιώθουμε πως κάποιος προσπαθεί να μας αδικήσει ή να μας φορτώσει επιπλέον ευθύνες και μάλιστα χωρίς καμιά αναγνώριση. Η ιστορία φαντάζει πραγματική και έχει τις ρίζες της στην τουρκοκρατία. Ήταν κάποτε ένας τούρκος αφέντης ο Κιόρογλου, στον οποίον ανήκε σχεδόν η μισή Λευκωσία. Από τα χωράφια του και την περιουσία του αποφάσισε να χαρίσει στον μαύρο υπηρέτη του την περιοχή της συκιάς, όπου βρισκόταν κοντά στο αεροδρόμιο Λευκωσίας.

Το χωράφι εκείνο που βρισκόταν κοντά σε βοσκότοπο είχε μία τεράστια συκιά της οποίας τον ίσκιο ζήλευαν πολλοί. Για αυτό πολλοί βοσκοί αποφάσιζαν να εκμεταλλεύονται τη συκιά και να κοιμούνται ή να ξεκουράζονται. Σιγά σιγά, η συκιά έγινε σημείο αναφοράς του βοσκότοπου, με πολύ κόσμο να εκμεταλλεύεται τη σκιά της και τους καρπούς της. Έτσι προέκυψε και η γνωστή έκφραση για κάποιον που «κατάντησε σαν την συτζιά του μαύρου». Το δέντρο δεν σώζεται αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες μέχρι πρόσφατα υπήρχαν ακόμη ρίζες από τη συτζιά του μαύρου.

Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: «Τσαέρα», «αμπάλατος», «κουτσιώ» και «σταρτάρω». Κι όμως το «αμπάλατος» δεν έχει αγγλική προέλευση, αλλά αρχαιοελληνική! Το πολύγλωσσο κυπριακό λεξιλόγιο και η προέλευση γνωστών εκφράσεων …

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here