Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
μαραμένα και τα γιασεμιά
μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες
στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά.

Το τραγούδι του Αττίκ «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», είναι ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα του συνθέτη, που έχει γνωρίσει αρκετές επανεκτελέσεις.

Το έγραψε όταν η τρίτη του σύζυγος, η Ρωσίδα χορεύτρια Σούρα, στα χρόνια της δεκαετίας του ’30, αρρώστησε από τύφο και κινδύνεψε σοβαρά. Ο Αττίκ βαθιά θλιμμένος από το γεγονός, άρχισε να το γράφει, όμως δεν μπορούσε να το ολοκληρώσει, γιατί δεν έβρισκε την κατάλληλη λέξη που να ταιριάζει σε μια στροφή του ρεφρέν.

Το κοινό βοήθησε τον Αττίκ να ολοκληρώσει το τραγούδι
Το κοινό βοήθησε τον Αττίκ να ολοκληρώσει το τραγούδι

Το δούλεψε αρκετές μέρες, έγραψε τη μουσική και τους στίχους στα κουπλέ του. Όμως το ρεφρέν του τραγουδιού ήταν ελλιπές.
Στη συνέχεια, και ενώ η σύζυγός του βρισκόταν στην ανάρρωση, εκείνος έφυγε με τους συνεργάτες του σε προγραμματισμένη περιοδεία σε κάποιο νησί, στη Σάμο ή στη Μυτιλήνη.
Ο Αττίκ στην περιοδεία αυτή συνέχισε να ψάχνει το τραγούδι.
Ο στίχος του ρεφρέν έλεγε «μαραμένα τα γιούλια και οι…»
Εκεί σταματούσε, δεν του έβγαινε και γυρνούσε πέρα δώθε σπάζοντας το κεφάλι του να βρει την κατάλληλη λέξη, ένα δισύλλαβο λουλούδι.
Ένα βράδυ σε μια από τις παραστάσεις, ο Αττίκ, που συνήθιζε να κουβεντιάζει με το κοινό του, σιγοψιθύρισε το τραγούδι παίζοντάς το στο πιάνο και όταν έφτασε στο «μαραμένα τα γιούλια και οι …» απευθύνθηκε στο κοινό και με ένα γλυκό παράπονο, τους εξήγησε ότι προσπαθεί μάταια να βρει το κατάλληλο λουλούδι για να ταιριάξει στον στίχο, που να είναι δισύλλαβο και στον πληθυντικό.

Οι ψίθυροι του κόσμου πλημμύρισαν τότε το θέατρο.
Όλοι προσπαθούσαν να βρουν την κατάλληλη λέξη. Κάποια στιγμή από το βάθος της αίθουσας ακούστηκε μια φωνή: «και οι βιόλες και οι βιόλες».
Ο Αττίκ πέταξε από τη χαρά του. Οι βιόλες έδεσαν τόσο όμορφα με «τις ελπίδες μου όλες» που ακολουθούσαν και το τραγούδι ήταν έτοιμο.
Τότε το κοινό ξέσπασε σε παρατεταμένα χειροκροτήματα και ιαχές, όχι μόνο για τον Αττίκ, αλλά και για τον συμπατριώτη τους, που είχε βοηθήσει τόσο πολύ στην ολοκλήρωση του εξαίρετου τραγουδιού.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1935 με τη φωνή της Κάκιας Μένδρη, ενώ αργότερα το τραγούδησαν οι Ελίζα Μαρέλη και η Δανάση Στρατηγοπούλου.

Χτες αργά με ψυχή φορτωμένη από θλίψη για σε περισσή,
πήγα μόνος να δω τι απομένει, απ’ τον κήπο που πότιζες εσύ.

Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει, μήπως ξένος κανείς την διαβεί
κι είχε ο χρόνος μ’ αγκάθια στολίσει, τη βρυσούλα που μένει πια βουβή.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά
μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες ,στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά.

ΠΗΓΗ: «Μια ιστορία..ένα τραγούδι» του Ηρακλή Ευστρατιάδη, εκδόσεις Toubis 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
rilken-taxis-700x511Ο ποιητής που έζησε με αναρίθμητες γυναίκες της αριστοκρατίας που τελικά «τον έκαναν να πλήττει». Ρίλκε ο ποιητής που περίμενε δέκα χρόνια τη θεϊκή έμπνευσή για να γράψει …

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here