Γράφει ο Μιχάλης Γελασάκης,
Μusicpaper

Η συνέντευξη του Γιώργου Σεφέρη έγινε από τον δημοσιογράφο Κώστα Σερέζη1 στις 15 Απριλίου του 1970 εν μέσω Χούντας στην Ελλάδα.
Δόθηκε για την κυπριακή εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» και δημοσιεύτηκε αργότερα στο βιβλίο του Κώστα Σερέζη όπου συγκέντρωσε τις δημοσιεύσεις της στήλης «Επικαιρότητες», που διατηρούσε στην κυπριακή εφημερίδα (Αργώ, Λευκωσία 1971). Πριν τη συνέντευξη αυτή, μεταξύ τους είχε γίνει ακόμη μία συνάντηση στις 5 Νοεμβρίου 1969, για αυτό ο τίτλος της είναι «Με τον Γιώργο Σεφέρη Β΄». Πρόκειται για μία από τις πιο άγνωστες συνεντεύξεις του νομπελίστα ποιητή περίπου ενάμιση χρόνο πριν τον θάνατό του (20.9.1971). Διατηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής και απλώς διορθώθηκαν κάποια προφανή τυπογραφικά λάθη.

«Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια  

δε φελά να μιλάμε

τη γνώμη των δυνατών ποιός Θα μπορέσει να τη γυρίσει;

ποιός Θα μπορέσει ν’ ακουστεί;

Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά

των άλλων»

Γιώργος Σεφέρης

(απόσπασμα από τη «Σαλαμίνα της Κύπρος», Νοέμβρης 1953)

Με τον Γιώργο Σεφέρη Β΄

Ο Γιώργος Σεφέρης συμπλήρωσε πρόσφατα 70 χρόνια ζωής. Το γεγονός τιμήθηκε ιδιαίτερα από αθηναϊκές εφημερίδες που αφιέρωσαν πολλές στήλες τους στον μεγάλο Έλληνα ποιητή, την προσφορά και το έργο του.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου στην Αθήνα είχα την σπάνια ευκαιρία να συναντηθώ με τον Γιώργο Σεφέρη, στο σπίτι του. Παρά την εντύπωση, πραγματική άλλωστε, που επικρατεί ότι ο ποιητής δεν δέχεται εύκολα επισκέψεις, μόλις τον πήρα τηλέφωνο μ’ απάντησε οικεία μ’ εκείνη την αργή, βαθυστόχαστη φωνή του, θυμήθηκε την συνάντησή μας στην Κύπρο το περασμένο φθινόπωρο και πρόθυμα δέχτηκε να ξανασυναντηθούμε την επόμενη μέρα.


Στη δεύτερή μας συνάντηση είχαμε μια, αξέχαστη για μένα, συνομιλία που ξεπέρασε την προκαθορισμένη χρονική της διάρκεια. Ο ποιητής ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Κύπρο, μιλήσαμε για επίκαιρα ελλαδικά και κυπριακά θέματα, μου αποκάλυψε γεγονότα του παρελθόντος, σφυγμομέτρησε με κάποια ανησυχία το παρόν προπαντός της Κύπρου, εξέφρασε εικασίες για το μέλλον και γενικά μου χάρισε πάνω από δύο ώρες πολύτιμης και πολύπειρης κουβέντας.
Απ’ αυτή την κουβέντα, παρόλο που αρχικά δεν είχα πρόθεση να χρησιμοποιήσω πουθενά, θάθελα, μεταβάλλοντας γνώμη, να μεταφέρω εδώ μερικά στοιχεία της, παρασιωπώντας πολλά άλλα, βασικά και ουσιώδη εν πάση περιπτώσει, που η δημοσίευσή τους ίσως να μην ήταν επιθυμητή στον σεβαστό συνομιλητή μου, που είχε ανοίξει την καρδιά του και μιλούσε αβίαστα και ειλικρινά.

Όταν έφθασα στο σπίτι του ποιητή, σ’ ένα δρομάκι του Αρδηττού, δίπλα σχεδόν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, δεν μπόρεσα παρά να σταθώ λιγάκι και να παρατηρήσω την εξωτερική του εμφάνιση.
Είναι ένα σπίτι λευκό, διώροφο, με βαθύ μπλε παράθυρα που θυμίζουν Αιγαίο. Ο ουρανός είχα μια ασπράδα που κάλυπτε το γνώριμο αττικό του χρώμα. Ανέβηκα τα σκαλιά, πέρασα από το σαλόνι και οδηγήθηκα στο γραφείο του ποιητή που δεν άργησε να φανεί. Στα λίγα λεπτά που διέρρευσαν ως τότε έριξα μια ματιά στο δωμάτιο.
Μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία πιάνει όλο το μήκος ενός τοίχου. Το γραφείο του είχε μια φροντισμένη, ας την πω, αταξία, που φανέρωνε πως συνηθίζει να εργάζεται εκεί ώρες. Ανάμεσα στα διάφορα αναμνηστικά που κοσμούν το χώρο του δωματίου είναι και δυο παλιοί χάρτες. Ο ένας της Κρήτης, ο άλλος της Κύπρου.

Σε λίγο ακούστηκε στο βάθος η φωνή του με κάποιο ρυθμικό τόνο που ακολουθούσε λες το βαρύ βηματισμό του.

Η πρώτη μας κουβέντα ήταν κοινή, συνηθισμένη: για τον καιρό, η απάντησή του όμως, είχε το βάρος της πνευματικότητας του ανθρώπου που την είπε:

– Ο καιρός είναι καλός, αλλάζει γιατί πρέπει ν’ αλλάξει, ας τον αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του. Τους ανθρώπους κοίταξε που κάποτε όταν αλλάξουν και γίνουν παλαβοί μένουν, δυστυχώς, παλαβοί».

Η συμπλήρωση του λόγου του είχε κάποια αδιόρατη συμβολικότητα. Ήταν 27 του Μάρτη. Τα δραματικά γεγονότα της Κύπρου είχαν συνταράξει μαζί με όλο τον ελληνισμό και τον Γιώργο Σεφέρη. Ήταν σχεδόν άμεση η μεταφορά μας στο κυπριακό θέμα.

– Τι γίνεται εκεί πέρα βρε παιδί μου; Για μίλησέ μου λιγάκι…»

Η ερώτηση του ήταν απλή, αλλά γεμάτη αγωνία. Μέσα από τη σύγχυση που επικρατούσε και επικρατεί ακόμα ανταλλάξαμε γνώμες και απόψεις και μοιραία καταλήξαμε στο θέμα της διχοτομήσεως που όταν ο ποιητής υπηρετούσε σαν διπλωμάτης τον καιρό της υπογραφής των Συμφωνιών για την Κύπρο το είδε από κοντά όπως με διαίσθηση το μυρίστηκε σαν τραγική κατάληξη και τώρα μέσα σε μια πιθανή ατμόσφαιρα εμφυλίου διχασμού. Ξερριζωμένος κι’ ο ίδιος από τη γη της Μικρασίας, της χαμένης πατρίδας, μίλησε όπως θα μιλούσε ένας απλώς χωρικός με πίκρα και αλήθεια:

– Ξέρεις τι σημαίνει για τον άνθρωπο να του χαράξεις σύνορα πάνω στη γη του, να μην μπορεί να επισκεφθεί τους τάφους των δικών του που βρίσκονται στην αντίπερα μεριά!.

Μέσα στο βλέμμα του, που βάρυνε πάνω μου, διέκρινα τον καημό της φυλής που έγινε πιο πικρός από τη στάχτη και την αλμύρα της Σμύρνης. Αργότερα σ’ ένα άλλο σημείο της κουβέντας μας είχε πει μ’ ένα ύφος εξομολογητικό:

– Είμαι ένας άνθρωπος που δεν αισθάνεται μίσος για κανένα έθνος.

Και αλλού είχε συμπληρώσει με απόλυτο ύφος:

– Δεν παραδέχομαι γλωσσικούς οδοστρωτήρες.

Ο ποιητής σηκώθηκε σαν νάθελε ν’ αποδιώξει δυσάρεστες αναμνήσεις. Πλησίασε την πόρτα που βγάζει στην αυλή.

– Εκείνο εκεί το όμορφο κεφάλι το βλέπεις;

Ήταν ένα αρχαίο γλυπτό

– Τ’ αγόρασα στην Κύπρο. Το είχε κάποιος στα Λεύκαρα. Ζητούσε ένα μεγάλο ποσό. Δεν το είχα. Του είπα πόσα είχα διαθέσιμα, δέχθηκε και το πήρα με την άδεια του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κύπρου.

Μιλούσε για αυτό σαν να μιλούσε για κάποιον παλιό γνώριμο.

«… άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες

Που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν…».

Στη μέση της αυλής πρόσεξα ένα γνωστό από φωτογραφίες τραπέζι.

– Κάποτε σ’ εκείνο το τραπέζι είχατε όστρακα.

– Τώρα έβαλα ρίζες.

Κι είναι απ’ ό,τι βλέπω, ανθρωπόμορφες.

– Όλα μπορούν να πάρουν ανθρώπινη μορφή. Ο,τιδήποτε. Τις φτιάχνω εγώ, με τα χέρια μου.

Θυμητάρια έχει κι άλλα πολλά από την Κύπρο. Ανάμεσα σ’ αυτά κι ένας πίνακας του Διαμαντή κρεμασμένος σε μια περίοπτη θέση του σαλονιού του. Θυμήθηκε ύστερα τη διάλεκτο μας.

– Η γλώσσα σας μ’ αρέσει. Έχετε κάτι λέξεις θαυμάσιες, όπως το «συντόμι».

Σταμάτησε για λίγο κι ’επανέλαβε:

– «Το “συντόμι”. Τι όμορφη λέξη! Κι ύστερα το ’καντούνι ο «μονόδρομος» λέξη που την πρωτάκουσα όταν ήρθα στο νησί και που τώρα γενικεύθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κι ύστερα ο αγρότης σας είναι τόσο απλός, τόσο σοφός… Αλλά πόσο χαλάει όταν κατέβει στις πόλεις! Ο κύπριος του Λονδίνου έχει αφήσει σίγουρα τον πραγματικό εαυτό του σ’ ένα «καντούνι» του χωριού του, σ’ ένα «συντόμι» μιας βουνοπλαγιάς της Κύπρου.

Με την αναφορά μας στα γλωσσικά θέματα μπήκε στην κουβέντα και η γυναίκα του που μόλις είχε έρθει. Ήταν λίγο πριν από τον Αγώνα. Όταν το αντιαποικιακό αίσθημα είχε φουντώσει στο νησί. Ο Σεφέρης τότε μαζί με τη γυναίκα του βρισκόταν στην Κύπρο. Ξανθιά εκείνη την έπαιρνε κανείς για Αγγλίδα. Σ’ ένα χωριό οι κάτοικοι δεν είδαν με καλό μάτι την «Εγγλέζα» που γυρόφερνε μαζί με τους Έλληνες φιλοξενούμενους και είπαν να την αποδιώξουν. Ο Σεφέρης τους απάντησε πως ήταν η γυναίκα του αλλά δεν πίστεψαν.

– Μα σας λέω. Μιλά ελληνικά.

Μίλησε αλλά και πάλι δεν πίστεψαν. Γράφει τότε εκείνη δυο γραμμές στα ελληνικά, οι επιφυλάξεις φεύγουν και κάποιος χαρούμενα αναφωνεί:

– «Μα πότε αρμάστηκες σιόρ;»

Μου επιβεβαίωσαν και οι δυο τους πως το «αρμάστηκες», αυτή η «έξοχη λέξη», τους εντυπωσίασε περισσότερο κι από το επεισόδιο…

Στο γραφείο του υπάρχουν βιβλία πολλά νέων ανθρώπων που παίρνει τακτικά. Τους διαβάζει και τους προσέχει. Ανάμεσα σ’ αυτά και το βιβλίο ενός κύπριου ποιητή με μερικά ποιήματά του στην κυπριακή διάλεκτο. Διαβάζω μερικά. Πόσες φορές δεν με σταμάτησαν κι οι δυο για να συλλάβουν το πραγματικό νόημα μιας λέξης, να τη ζυγίσουν, να τη θυμηθούν αν την είχαν ξανακούσει… Η αγάπη του Γιώργου Σεφέρη για την Κύπρο είναι βαθειά. Μελέτησε πολύ, ποικίλα κυπριακά θέματα. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο περιστατικό: Τελευταία Ιταλοί εκδότες του ζήτησαν ένα εισαγωγικό σημείωμα για μια έκδοσή τους αναφορικά με τους «Ομηρικούς Ύμνους». Ο Σεφέρης απάντησε:

– Δεν είμαι φιλόλογος. Δεν γράφω φιλολογικές μελέτες. Εγώ είμαι ελεύθερος λογοτέχνης.

Μετά από επιμονή τους, όμως, ο Σεφέρης ετοίμασε ένα ελεύθερο κείμενο αρχίζοντας από τον Άγιο Αμπέλη, μια κυπριακή παράδοση που συνδύασε στο κείμενό του αυτό. Πριν λίγο καιρό, εξάλλου, έστειλε ένα ανέκδοτο ποίημα του τού κύκλου των κυπριακών του, για να πρωτοδημοσιευτεί στην Κύπρο – τελικά από παρεξήγηση στην οποία δεν ήταν υπεύθυνος, δεν δημοσιεύτηκε- προτού κυκλοφορήσει σε αγγλική μετάφραση στη Βρεττανία.

Είναι πια γνωστό ότι ο Σεφέρης αρνείται να υποβάλει κείμενά του σε λογοκρισία και δεν δημοσιεύει τώρα στην Ελλάδα. Σ’ αυτό είναι ανένδοτος. Είχε τρία βιβλία έτοιμα για έκδοση μέσα στο 1967. Και τα απέσυρε αμέσως, μετά την πολιτική αλλαγή στη χώρα.
Κάποτε δίνει μερικά έργα του στο εξωτερικό και πρωτοδημοσιεύονται σε μεταφράσεις, κυρίως στα ιταλικά και αγγλικά. Πρόσφατα Γερμανοί εκδότες του ζήτησαν ένα άρθρο για την Κύπρο που το προορίζουν για μια σειρά μνημειωδών εκδόσεών τους για διάφορους τόπους. Μέσα στο φόρτο της δουλειάς του ο Σεφέρης δεν αρνήθηκε. Τον βασανίζει τώρα το θέμα. Μου ζήτησε, και με ξάφνιασε η τόση απλότητά του, τη γνώμη μου, πώς θα έβλεπα σαν κύπριος μια τέτοια παρουσίαση. Του πρότεινα ένα θέμα γλωσσικό. Παρατήρησε σωστά ότι σε μετάφραση το κείμενο θα γίνει ακατανόητο για την μη Έλληνα αναγνώστη. Του μίλησα τότε για γενικές εντυπώσεις από την Κύπρο. Αναμνήσεις προσωπικές από το περιδιάβασμά του στο νησί, τη σύνδεση του τοπίου με το μύθο, το λαό και τη συνέπειά του μέσα στο χρόνο και την ιστορία.
Γύρω από ένα άλλο θέμα του πρότεινα κάτι που κι ο ίδιος το είχε, φαίνεται, σκεφτεί προηγούμενα. Αν τούτο πραγματοποιηθεί* θα δείξει όχι μόνο τη συνέπειά του προς τις αρχές του λαλά και θα επιβεβαιώσει ακόμα περισσότερο την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφει για τον τόπο μας συνδέοντας μια νέα πνευματική του παραγωγή με την Κύπρο.

 * Ο ποιητής σχεδίαζε να εκδώσει στην Κύπρο ένα μεγάλο τόμο με νέες «Δοκιμές» του.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here