1325. Σε ένα χειρόγραφο ποίημα υπό τον τίτλο «Blow, Northerne Wind» ο ποιητής έγραφε τον στίχο
«She is precious in day,
gracious, stout, and gay,
gentle, jolly as the jay».
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που καταγράφονταν επισήμως σε κείμενο η λέξη gay, για να περιγράψει σε γενικές γραμμές την έννοια της ομορφιάς.
Έκτοτε η λέξη συναντάται πολύ συχνά σε ποιητικά ή λογοτεχνικά κείμενα.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν όμως, η λέξη πήρε άλλη σημασία. Χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που ήταν λαμπερό(ς), επιδεικτικό(ς) και καλοντυμένος.
Σταδιακά και μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, όταν την έλεγε κάποιος εννοούσε αμέριμνο(ς) και ανέμελο(ς).
Έτσι στο ποίημα του Chaucer, «Troilus & Criseyde» που γράφτηκε το 1385, ο ποιητής έγραφε:
«By chance, in his bird’s manner
sang a song οf love,
that made her heart fresh and gay».
Στα μέσα του 17ου αιώνα η λέξη άρχισε να σχετίζεται γενικώς με την ανηθικότητα.
Όπως αναφέρεται σε λεξικό της Οξφόρδης, gay ήταν αυτός ή αυτή που ήταν εθισμένος(η) στην ακολασία.
Παρά την αναφορά του λεξικού, οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τον όρο gay με την αρχική του σημασία.
Η ρίζα της λέξης ωστόσο δεν είναι εξακριβωμένη.
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν πάντως ότι, προέρχεται από την Γαλλία ως gai και την Γερμανία ως gāhi, χωρίς όμως να προσδιορίζεται η αρχική σημασία της.
Στα Ισπανικά η αντίστοιχη λέξη ήταν gayo, στα Πορτογαλικά  gaio, στα Ιταλικά gajo. Στα λατινικά ωστόσο η ρίζα της δεν υπάρχει.

Punch_1857
Σκίτσο από περιοδικό του 1857 όπου ως gay αναφέρονται οι πόρνες. Η μία γυναίκα ρωτάει την άλλη «από πότε είσαι gay», δηλαδή πόρνη;

Πώς έφτασε η λέξη gay να εκφράζει την ομοφυλοφιλία ;

Για το πώς η λέξη gay κατέληξε να εκφράζει την ομοφυλοφιλία, υπάρχουν δύο εκδοχές.
Η μια είναι ότι στην Αγγλία του 18ου αιώνα, τα περιθωριακά άτομα που μιλούσαν την αργκό έλεγαν την λέξη gaycat, όταν ήθελαν να υπονοήσουν μικρά αγόρια ή έφηβους νεαρούς, που έκαναν σεξ με μεγαλύτερους πλούσιους άνδρες, με αντάλλαγμα την προστασία, το χρήμα και την καθοδήγηση τους.
Ήταν πάντως μια πολύ υποτιμητική έκφραση για τους Άγγλους, που στιγμάτιζε κοινωνικά όποιον προσφωνούνταν δημοσίως ως gaycat.
Η δεύτερη εκδοχή είναι – αν μη τι άλλο – ειρωνική. Ως gay γυναίκες, αναφέρονταν οι πόρνες και ως gay άνδρες, αυτοί που έκαναν διαρκώς σεξ με γυναίκες, συχνά πόρνες.
Ως gay οίκους, οι Άγγλοι έλεγαν τα μπορντέλα. Εξ ου και η πρόταση που έλεγαν τότε «gay it», δηλαδή «πάμε να κάνουμε σεξ».
Ο χαρακτηρισμός gay για τους ομοφυλόφιλους άρχισε να καθιερώνεται τις δεκαετίες 1920 – 1930.
Τότε σταμάτησε να λέγεται γκέι ο γυναικάς, αλλά αυτός που του άρεσε να κάνει σεξ με άνδρες.
Η λέξη φαίνεται ότι άρεσε περισσότερο στα άτομα αυτά, καθώς ο ορισμός «ομοφυλόφιλος», τους θύμιζε ασθένεια και παρέπεμπε σε ιατρική και κλινική ορολογία.
Μέχρι το 1955 ο όρος γκέι καθιερώθηκε και πλέον αφορούσε και τις γυναίκες.

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here