«Η λατέρνα είναι σαν τη γυναίκα. Για να γεννήσει θέλει έρωτα. Θέλει αγάπη. Έχει τα μυστικά της, τα κέφια της, τις ακεφιές της, τα κουμπιά της, τους μπελάδες της, τις γλύκες της. Εδώ είναι το μυστικό. Πώς θα καρφώσεις τα καρφάκια. Κάθε καρφάκι είναι μια νότα. Αν το καρφώσεις πιο βαθιά από ότι πρέπει ή πιο λοξά, σκοτώνεις το τραγούδι».
Ν. Αρμάος

Ο Νίκος Αρμάος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένειά του όμως, είχε ρίζες από την Ιταλία και την Τήνο.
Σφράγισε με τη συμβολή του την πορεία της λατέρνας, μένοντας έτσι στην ιστορία της μουσικής ως αριστοτέχνης στο είδος του.
Ο πατέρας του, ιδιαίτερη μουσική φυσιογνωμία, έπαιζε ξεχωριστό βιολί με το ένα χέρι ύστερα από ατύχημα και ευθύνεται γονιδιακά για τις μουσικές ικανότητες του μικρού Νικόλα.

Ο Αρμάος με μια από τις λατέρνες του σε μεγάλη ηλικία
Ο Αρμάος με μια από τις λατέρνες του σε μεγάλη ηλικία

Είχε την πρώτη του επαφή με τη λατέρνα τον καιρό που ο Τουρκόνι, ξακουστός λατερνατζής από την Ιταλία, ήρθε στην Πόλη και έκανε εργοστάσιο με λατέρνες, με μουσικές και τραγούδια που σταμπάριζε μόνος του στον κύλινδρο.
Από τότε, ο Νίκος Αρμάος, ο πατέρας του και ο αδελφός του ο Ιούλιος (ή Τζούλιος), άρχισαν να γράφουν μουσικά θέματα στη λατέρνα.
Αν και μικρός και αγράμματος, μαθήτευσε πλάι τους και με σταθερό χέρι, μάτια ανοιχτά και μεγάλη υπομονή, κατάφερε γρήγορα να τους ξεπεράσει.
Ο αδελφός του έφυγε πρώτος για τον Πειραιά μετά το 1906 και ακολούθησε στα 1911 ο Νίκος για την Θεσσαλονίκη.
Εκεί είχε το μονοπώλιο στο να βάζει σκοπούς στις λατέρνες και έτσι μάζεψε χρήματα και γύρισε στην Πόλη για να παντρευτεί πριν γυρίσει ο χρόνος.
Μέσα σε δύο χρόνια 1914-6, έχασε αδελφό και πατέρα, απέκτησε όμως τρία παιδιά.

Το 1923 έφυγε από την Πόλη και ήρθε στον Πειραιά

Αν και τον ζητούσαν στη Θεσσαλονίκη, το καράβι τον έφερε στο μεγάλο λιμάνι, όπου και παρέμεινε, έπιασε ένα μαγαζί και άρχισε τη δουλειά με τις λατέρνες.
Τα τραγούδια που έγραφε στις λατέρνες μετά το΄23 ήταν στην πλειονότητά τους Σμυρναίικα, τα πιο πολλά ρεμπέτικα, αν και δεχόταν παραγγελίες για τα τραγούδια που ήταν επιτυχίες και είχαν πέραση στις γειτονιές και τους μαχαλάδες.

Έγραφε και δικά του τραγούδια όταν είχε κέφι, τα οποία έδινε σε ρεμπέτες της εποχής, όπως ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Είχε στην παρακαταθήκη του πάνω από 2.000 δικά του τραγούδια. Χωρίς τίτλο, χωρίς λόγια, σκέτη μουσική. Τραγούδια μόνο για λατέρνα.

Laterna_neaΠολλά από αυτά τραγουδήθηκαν αγαπήθηκαν, χωρίς να ξέρει κάποιος το όνομα του δημιουργού.
Ο Αρμάος ήταν σεμνός και γνωστικός. Δεν επιδίωξε την υστεροφημία και έγραφε μόνο για τη λατέρνα του.

Το 1938 έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, έχοντας ήδη χάσει από αρρώστια τον ένα του γιο.

Εκεί έμεινε και δούλεψε συνεχώς έως το 1950.  Στα κατοχικά χρόνια ζούσε σε μια παράγκα στη Θεσσαλονίκη, η καταστροφή της οποίας τον ανάγκασε να βρει καταφύγιο σε κάποιο χωριό έξω από την πόλη.
Παρά τις δυσκολίες της εποχής, έρχονταν από όλη τη Μακεδονία για να τους τυπώνει τραγούδια στις λατέρνες.
Από τότε κιόλας τον ζητούσαν να πάει στο εξωτερικό μα αυτός επέλεξε έναν γνώριμο προορισμό.
Μίσεψε για την Πόλη για τελευταία φορά στα 1954. Τύπωσε παραγγελίες και έφυγε.
Από τότε όποιος ήθελε κάτι ερχόταν στο μαγαζί του, στη Δραπετσώνα και του παράγγελνε.

Ο Νίκος Αρμάος, ο βασιλιάς της λατέρνας πέθανε το 1979 σε ηλικία 90 ετών.

Εντούτοις το έργο και η προσωπικότητά του χάραξαν ανεξίτηλα το όνομά του στη ρομβία του μουσικού αυτού οργάνου.

«Όταν ακούς τη λατέρνα και παίζει, νομίζεις ότι παίζουν δέκα νομάτοι. Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σαν να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν βλέπω να ‘χει πιότερη ζωή από τη δική μου».

ΠΗΓΗ: «Πειραιάς και τραγούδι», περιοδική έκδοση της Ελληνογαλλικής σχολής Πειραιά, ο Άγιος Παύλος

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here