πηγή: news247

Πίναμε καφέ κάπου στο κέντρο με δύο παλιούς μου συμμαθητές. Όταν ο σερβιτόρος μας έφερε το λογαριασμό, οι δύο φίλοι μου άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος θα πληρώσει, πράγμα περίεργο, γιατί ξέρω ότι σε κανέναν από τους δύο δεν περισσεύουν χρήματα.

Τελικά, ο Μανώλης έβγαλε ένα 50ευρω για να πληρώσει ένα λογαριασμό που δεν ξεπερνούσε τα 10€. Ο σερβιτόρος το πήρε, το τσέκαρε βιαστικά και του έδωσε τα ρέστα. Οι φίλοι μου έκλεισαν ο ένας το μάτι στο άλλον και χαμογέλασαν με σημασία.

Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. «Τι έγινε, ρε παιδιά; Έχασα κάτι;». Ο Γιώργος ήταν διστακτικός, αλλά ο Μάνος μου είπε κατευθείαν χαμογελώντας: «Λοιπόν μαθηματικά ξέρεις, κάνε λοιπόν την πράξη: Μου έδωσε κάποιος ένα πενηντάρικο και του έδωσα 20€. Κέρδος; 30 ευρώ! Με τα 50€ (από τα οποία είχα κέρδος 30€) ήπιαμε καφέ, πληρώσαμε 9€ και 1€ μπουρμπουάρ και μας έδωσαν ρέστα 40 ευρώ! Για σκέψου πόσο κερδισμένος είμαι».

Την έπιασα τη δουλειά!

«Και πού πουλάνε 50άρικα, ρε Μάνο;», ρώτησα.

«Πατησίων, 20ευρω το κομμάτι και μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, δεν σε ξέρω δεν με ξέρεις».

Του ζήτησα να δω ένα και μου είπε: «Πάμε να φύγουμε από δω και θα σου δώσω».

Λίγα μέτρα πιο κάτω μου έδωσε ένα να το δω. Μέτρια δουλειά, αλλά ποιος νοιάζεται!.. Άμα περάσει… πέρασε! «Αν θέλεις, μπορώ να σε φτιάξω», μου είπε ο Μάνος. «Σήμερα θα πάμε να πάρουμε, γιατί μας έχουν τελειώσει». Δέχτηκα αμέσως. Αυτό που με έκαιγε ήταν το θέμα, όχι τα φράγκα!

Έπρεπε όμως να πάω «διαβασμένος». Έτσι, κατά τις 11 (μία ώρα πριν το ραντεβού με τον «τραπεζίτη» της Πατησίων) χτυπούσα το κουδούνι του Μάνου.

Είχα τόσα πράγματα να τον ρωτήσω. Είναι φίλος μου, αλλά δεν ήθελα να τον τρομάξω. Έτσι προσπάθησα να πάω χαλαρά την κουβέντα.

Πώς έμπλεξες εσύ σ” αυτήν την ιστορία με τα πλαστά;

«Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα με κάτι παιδιά, τους είδα να πληρώνουν με άνεση και να κερνάνε, τους άκουσα να λένε για τον ένα και τον άλλο, ότι δεν κατάλαβαν τίποτα, και πήρα μυρωδιά την κατάσταση. Ε, κρίση έχουμε και πρέπει κι εγώ να κάνω κάτι για να τα βγάλω πέρα! Έτσι τους ζήτησα να με φέρουν σε επαφή με τον τύπο».

Και πώς τα δίνεις; Δεν φοβάσαι μη σε πιάσουνε;

«Τι να φοβηθώ; Αν μου πει κάποιος ότι είναι πλαστό, εκπλήσσομαι και του δίνω ένα κανονικό. Ο πρώτος είμαι ή ο τελευταίος που του τυχαίνει να έχει πλαστό πάνω του; Εδώ βρομάει ο τόπος από δαύτα. Και ξέρεις, όλοι προσπαθούν να το κρατήσουν μυστικό, διότι αν πας πλαστό στην αστυνομία, φιλαράκο έμπλεξες!».

Και δεν μου λες, όπου τα δίνεις περνάνε παντού;

«Να σου πω. Αν είναι βράδυ περνάνε σχεδόν παντού, ξέρεις, πολλή δουλειά στα μαγαζιά και ο κόσμος δεν πονηρεύεται. Γενικά, 3 στα 4 περνάνε».

Και ποσά βγάζεις από αυτήν την ιστορία;

«Υπολόγισε πως παίρνω 20€ το 50ευρω και σπρώχνω 2 με 3 την ημέρα στην καλύτερη και 1 στη χειρότερη. Ψάχνω για δουλειά εδώ και 9 μήνες. Πρέπει με κάποιο τρόπο να ζήσω» (Έγινε απολογητικός σε αυτό το κομμάτι της συζήτησης, αλλά η «σούμα» ήταν ότι καθάριζε από 30 έως 90 ευρώ μεροκάματο!).

Και πώς ήρθες σε επαφή με αυτόν που τα πουλάει;

«Μου έκανε «κονέ» ένας γνωστός μου, που είναι πολύ καλός του φίλος και έτσι δεν ήταν δύσκολο να αρχίσω τη δουλειά μαζί του».

Μιλάς με τον ίδιο;

«Βέβαια! Αν σε συστήσει έμπιστο άτομο, δεν έχει πρόβλημα να μιλήσει.».

Ήμουνα σκεπτικός για το αν έπρεπε να πάω ή όχι, λόγω του ότι αν του συστηνόμουν σαν δημοσιογράφος, σίγουρα θα στράβωνε η δουλειά και δεν θα μου μιλούσε. Στην τελική, όμως, δεν είχα και τίποτα να χάσω.

Εγώ πώς θα έρθω; Θα το χειριστείς εσύ;

«Στην αρχή θα κάτσεις έξω και θα μπεις όταν σου πω. Θα του πω πως είσαι φίλος μου και έμπιστος και ότι ενδιαφέρεσαι να τον γνωρίσεις επειδή είσαι δημοσιογράφος και σε ενδιαφέρει το θέμα. Με αυτούς τους τύπους δεν σε παίρνει να παίξεις ούτε να τους πεις ψέματα, διότι αν σε πάρουν χαμπάρι την έβαψες! Το πολύ-πολύ δεν θα σου μιλήσει. Και μην ξεχνάς ότι το πιο μεγάλο σου πρόβλημα, αν σε πάρει χαμπάρι, θα είναι μην σε περάσει για αστυνομικό».

Το ραντεβού στην καφετέρια στα Πατήσια

Πήρα τα ρίσκα μου και κατά τις 11 ξεκινήσαμε. Παρκάραμε κοντά για κάθε ενδεχόμενο (σ” αυτές τις καταστάσεις, όσο πιο κοντά είναι το αυτοκίνητο τόσο πιο ασφαλής νιώθεις). Το… γραφείο του «τραπεζίτη» ήταν μια απλή καφετέρια. Με τίποτα δεν σου πήγαινε στο μυαλό ότι εδώ γίνονται τέτοια νταραβέρια. Νεολαία, φασαρία, γέλια και δυνατή μουσική κάλυπταν τις δοσοληψίες εκατοντάδων χιλιάδων πλαστών χαρτονομισμάτων. Μπήκα μέσα σαν πελάτης και παρατήρησα τον κόσμο. Αλλοδαποί οι πιο πολλοί μιλούσαν στη γλώσσα τους και τίποτα δεν έδειχνε ύποπτο, ακόμα και σε μένα που ήξερα γιατί ήμουν εκεί.

Ο τύπος δεν ήταν στο μαγαζί. Είχε πάει να φέρει το «εμπόρευμα». Ο Μάνος μου είπε ότι δεν θα του άρεσε που θα έβλεπε έναν άγνωστο στην παρέα και έτσι πήγα και κάθισα κάπου απόμερα μόνος μου.

Λίγα λεπτά μετά ήρθε, δεν χαιρέτησε κανέναν, απλά πήγε κατευθείαν και έκατσε στο μπαρ. Κάθισε πολύ προσεγμένα: με την πλάτη στην πόρτα, αλλά με το βλέμμα στον καθρέφτη που είχε μπροστά του, ώστε να βλέπει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Ήταν δε τόσο διαβασμένος, που από το σημείο που καθόταν μπορούσε να ελέγχει και ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου που κατέληγε στην καφετέρια.

Ο πρώτος πελάτης εμφανίσθηκε σχεδόν αμέσως. Ένας νεαρός από μια διπλανή παρέα πήγε κι έκατσε μαζί του, πολύ χαλαρά, του έδωσε ένα φάκελο κάτω από την μπάρα και πήρε έναν άλλο. Κανένας από τους δύο δεν άνοιξε το φάκελο και δεν μέτρησε τα χρήματα. Άλλωστε, «μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια», που λέει και ο σοφός λαός! Έκατσε 5 λεπτά και έφυγε μέσα στη βοή και τη φασαρία, χωρίς κανένας να δώσει σημασία. Και αυτά τα πεντάλεπτα διαδέχθηκαν το ένα το άλλο μέχρι που ήρθε και η σειρά του φίλου μου του Μάνου. Κάτι είπαν, ο «τραπεζίτης» γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε λίγο περίεργα.

«Ή τώρα ή ποτέ» σκέφτηκα και πήγα προς το μέρος τους. Πριν προλάβει να ρωτήσει το οτιδήποτε του λέω: «Με λένε Μιχάλη» και πριν προλάβω εγώ με τη σειρά μου να συνεχίσω, με ρωτάει: «Και τι θες;».

«Να μιλήσουμε», του λέω κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

Γέλασε ειρωνικά. Μπορεί να είχε φοβηθεί λίγο, αλλά ήταν ψύχραιμος. Αντάλλαξαν τους φακέλους με τον Μάνο και μείναμε οι δυο μας.

«Είμαι δημοσιογράφος», του λέω. Και αντιλαμβάνομαι ότι έχω τόσα πολλά να τον ρωτήσω, που δεν ξέρω από πού να αρχίσω.

«Δηλαδή αλήτης ρουφιάνος», μου λέει, προσπαθώντας να «πάρει κεφάλι» στη συζήτηση.

«Κάπως έτσι…», του λέω χαμογελώντας, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο. «Θέλω να σε ρωτήσω κάποια πράγματα για σένα και γι” αυτό που κάνεις. Δεν θέλω να σε βλάψω και ούτε μου πέφτει λόγος σε τίποτα».

«Κι αν με ηχογραφείς;».

«Δεν σε ηχογραφώ. Γιατί να το κάνω άλλωστε;».

«Πάμε έξω», μου λέει και πάει προς την πόρτα ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους πελάτες της καφετέριας.

Εκεί ομολογώ πως τρόμαξα, αλλά πήγα. Μόλις φτάσαμε σε μια απόμερη γωνιά, με έψαξε με ταχύτητα και τέχνη μπορώ να πω. Δεν βρήκε τίποτα και μου είπε:

«Ρώτα και άμα θέλω θα σου απαντήσω. Μη με ζορίσεις. Στο ξαναλέω: απαντάω σε ό,τι θέλω».

Πού τα βρίσκεις τα πλαστά;

«Υπάρχουν χονδρέμποροι που τα φέρνουν απ” έξω και τα σπάνε στην πιάτσα».

Είναι πολλοί;

«Είναι αρκετοί. Φέρνουν μεγάλες ποσότητες, αλλά τα δίνουν μόνο χονδρική. Δηλαδή σε κάποιους σαν και μένα κι εμείς μετά τα κάνουμε «ψιλά»».

Όταν λες χονδρική, τι εννοείς;

«Εγώ δεν μπορώ να πάρω λιγότερα από 500 κομμάτια τη φορά».

Από πού τα φέρνουν;

«Από τη Βουλγαρία. Τα περισσότερα εκεί φτιάχνονται. Άλλωστε, είναι πολύ εύκολο να μπούνε στην Ελλάδα και από εκεί τα σπρώχνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη».

Εσύ από πού τα παίρνεις;

«Δεν μπορώ να σου απαντήσω και για να μη χάνουμε χρόνο μη με ρωτάς βλακείες».

Υπάρχουν όλα τα χαρτονομίσματα;

«Ναι, αλλά εγώ δουλεύω μόνο 50ευρα και 20ευρα. Τα άλλα, τα μικρά, δεν συμφέρουν».

Και πόσα έδωσες σήμερα;

«Μπα… δεν ήταν καλή μέρα. Έδωσα μόνο 5.000».

Και πόσα πήρες;

«2.000, αλλά η μέρα δεν έχει τελειώσει».

Εσύ πόσα έβγαλες; Δηλαδή πόσα σου μείνανε στο παντελόνι;

«Φίλε, μέχρι εδώ ήτανε. Εφορία είσαι; Φεύγω τώρα και κανόνισε να με κλείσεις φυλακή. Άντε γεια!».

Πέρασε απέναντι το δρόμο, σταμάτησε ένα ταξί και πριν μπει μέσα, μου φώναξε:

«Και πού “σαι; Άμα με χρειαστείς, ξέρεις πού θα με βρεις».

Γύρισα στην καφετέρια που με περίμενε ο φίλος μου. Δεν με ρώτησε τίποτα, δεν του είπα τίποτα. Ο κόσμος έχει το δικό του καθημερινό ρυθμό. Έβγαλα να πληρώσω τους καφέδες. και όταν έκανε να βγάλει κι εκείνος λεφτά του είπα: «Άσε, εδώ τα λεφτά σου δεν περνάνε.». Και σίγουρα συνεννοηθήκαμε.

Για την ιστορία των αριθμών

Τα 50άρικα και τα 20άρικα προτιμούν οι διακινητές των πλαστών ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από το δεύτερο εξάμηνο του 2010 μέχρι και σήμερα τα περισσότερα ήταν των 20 και των 50 ευρώ, σε ποσοστό 81,5% του συνόλου. Ο αριθμός των πλαστών 20ευρων μειώθηκε, ενώ αυτός των 50ευρων αυξήθηκε. Συγκεκριμένα, τα 50αρικα αντιστοιχούσαν στο 43% των πλαστών, ενώ τα 20αρικα στο 38%. Το τραπεζογραμμάτιο των 100 ευρώ είναι το τρίτο κατά σειρά με τα υψηλότερα ποσοστά παραχάραξης, αντιπροσωπεύοντας 13,5% του συνόλου.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here