Η Μαριόν ντε Λορμ ήταν ψηλή, με αγαλματένιες αναλογίες, κατάμαυρα μαλλιά, υπέροχο δέρμα, γαλάζια μάτια και αριστοκρατικούς τρόπους. Έζησε τον 17ο αιώνα στο Παρίσι κι έγινε διάσημη ως εταίρα. Η ζωή της ήταν γεμάτη έρωτες και πλούτη. Όμως, όσο γρήγορη ήταν η άνοδός της, τόσο θλιβερή ήταν η πτώση της.

Ήταν η πέμπτη κόρη του Ζαν ντε Λον, βαρώνου του Λορμ, που ανήκε σε οικογένεια ευγενών από την Τουλούζη.
Η Μαρία, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Παρίσι, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της, αλλά πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στον πύργο του Μπαί, σε απομακρυσμένη περιοχή της Γαλλίας, στην εξοχή.
Ο πατέρας της ήταν φανατικός καθολικός και ήθελε οι κόρες του να ανατραφούν σύμφωνα με τις αυστηρές αρχές του καθολικισμού. Μάλιστα, την Μαρία την προόριζε για μοναχή.
Η Μαρία όμως δεν ήταν πλασμένη για μοναστήρι. Ήταν εύθυμη, με ζωηρή φαντασία και στα 14 της ήδη σχηματισμένη γυναίκα.
Ονειρευόταν να πάει στο Παρίσι και να λάμψει στην βασιλική αυλή με την ομορφιά της.

Ο παιδαγωγός και τα ερωτικά ποιήματα

Όπως όλα τα αριστοκρατικά κορίτσια της εποχής είχε παιδαγωγό, τον ντε Μπολιέ. Νέος, που έκανε παρέα με ποιητές ενώ έγραφε κι ο ίδιος. Έδινε στη Μαρία να διαβάζει ποιήματα και πεζά μεταξύ των οποίων κι ένα βιβλίο με ερωτικούς διαλόγους, εμπνευσμένο από τη ζωή του φίλου του, Ζακ Βελέ ντε Μπαρό.
Η Μαρία ενθουσιάστηκε και θέλησε να γνωρίσει τον ντε Μπαρό. Ο δάσκαλος πήρε την άδεια του πατέρα της κι έφερε στον πύργο τον ποιητή. Ο ποιητής ήταν τότε 30 ετών και φημισμένος για τις ερωτικές κατακτήσεις του στο Παρίσι. Η Μαρία τον ερωτεύτηκε. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, όταν όμως ο πατέρας της άρχισε να τους υποψιάζεται, χτύπησε την κόρη του και έδιωξε από τον πύργο και τον παιδαγωγό και τον φίλο του.
Ο βαρώνος αντί να τους χωρίσει, πέτυχε το αντίθετο. Οι δύο νέοι άρχισαν να αλληλογραφούν κι η Μαρία με τη βοήθεια της καμαριέρας της τον έφερε ντε Μπαρό στον πύργο. Τον έκρυψε σε μια αποθήκη και τον επισκεπτόταν κάθε νύχτα.

Στο πρόσωπο της Μαρίας ο ποιητής είχε βρει μια φλογερή ερωμένη και άρχισε να της αφιερώνει στίχους. Οι στίχοι έπεσαν στα χέρια του βαρώνου, χωρίς ωστόσο να καταλάβει ότι ήταν του Μπαρό. Νόμιζε πως ήταν κάποιου άλλου που είχε ερωτευθεί την κόρη του. Απελπισμένος,  την έστειλε στο Παρίσι, όπου την κλείδωσε στο σπίτι. Η σχέση τη Μαρίας και του ντε Μπαρό συνεχίστηκε στη γαλλική πρωτεύουσα. Ο ποιητής νοίκιασε σπίτι κοντά στο δικό της και εκεί δεχόταν την αγαπημένη του.

Ο Σεν Μαρ που αγάπησε τη Μαριόν και για χάρη της παραμέλησε τα καθήκοντά του στην Αυλή

Η Μαρία έμεινε έγκυος κάτι που κατάφερε να κρατήσει κρυφό χάρη στα φαρδιά φορέματα της εποχής. Γέννησε αγοράκι το οποίο έδωσε σε παραμάνα να το αναθρέψει και κανείς δεν ξαναμίλησε ποτέ για το θέμα.

Μετά τον θάνατο του βαρώνου ντε Λορμ , ο Ντε Μπαρό παρουσίασε, ανενόχλητος πια, την όμορφη σύντροφό του στους φίλους του, επιδεικνύοντας την ομορφιά και τα νιάτα της. Η Μαρία, που στο μεταξύ είχε αλλάξει το όνομά της σε Μαριόν, ενθουσίασε τον καρδινάλιο Ρισελιέ ο οποίος την κάλεσε στο μέγαρό του.
Την συνόδευσε ο ίδιος ο Ντε Μπαρό που γνώριζε τις προθέσεις του Ρισελιέ.  Ο καρδινάλιος έμεινε γοητευμένος από την Μαριόν την οποία ξανακάλεσε να τον επισκεφθεί, μόνη της αυτή τη φορά. Η Μαριόν πήγε δύο φορές στο σπίτι του καρδινάλιου. Την πρώτη φορά της χάρισε ένα πολύτιμο κόσμημα και την δεύτερη της έστειλε με τον υπηρέτη του χρήματα, τα οποία εκείνη αγανακτισμένη πέταξε καταγής.
Ο Ντε Μπαρό έμαθε το γεγονός, το πανηγύρισε με στίχους κι έτσι σε όλο το Παρίσι η Μαριόν απέκτησε τη φήμη εταίρας -αλλά εταίρας κλάσεως.

Ο ερωτευμένος Μαρκήσιος που έχασε το κεφάλι του

Μετά την επιτυχία της, η έρωτάς της για τον Ντε Μπαρό άρχισε να σβήνει. Έστρεψε το βλέμμα της σε άλλους όμορφους και πλούσιους νέους που της έλεγαν ότι την αγαπούσαν. Ανάμεσά τους ο μαρκήσιος ντε Σεν Μαρ ο οποίος για να απολαμβάνει την εύνοια του Ρισελιέ, που ήταν στενός φίλος του πατέρα του, έπαιξε το παιχνίδι του.
Ανέλαβε την φροντίδα του Λουδοβίκου ΙΓ’ με σκοπό να του αποσπά σκέψεις, λόγια και σχέδια και να τα μεταφέρει στον Ρισελιέ. Ο Σεν Μαρ που ήταν μόλις 20 ετών ερωτεύθηκε τη Μαριόν στην οποία αφιέρωσε όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε και παραμέλησε τα καθήκοντά του στην Αυλή. Τα παράπονα δεν άργησαν να έρθουν τόσο από τον Λουδοβίκο όσο και από τον Ρισελιέ.

Δυσαρεστημένος ήταν όμως και ο Σεν Μαρ που αποφάσισε να επαναστατήσει και συνωμότησε με τον αδερφό του Λουδοβίκου ΙΓ για την εκθρόνισή του. Γρήγορα όμως έγινε γνωστή η συνωμοσία και ο Σεν Μαρ το πλήρωσε με αποκεφαλισμό.

Σκηνή από το δράμα του Βίκτωρος Ουγκώ. Ήταν τέτοια η φήμη της Μαριόν, ώστε η ζωή της έγινε θεατρικό έργο
Από τα μεγαλεία στην παρακμή

Η Μαριόν υπέφερε αλλά όχι για πολύ. Δεν ήταν πια δεσμευμένη, έμενε σε μέγαρο στην Πλας Ρουαγιάλ, με άμαξες και πλήθος θαυμαστών. Από την αγκαλιά της πέρασαν αρκετοί και πάμπλουτοι άνδρες.
Μέχρι που γνώρισε τον κόμη του Μπρισάκ η γενναιοδωρία του οποίου δεν είχε όρια. Όταν όμως η Μαριόν γνώρισε τον ιππότη ντε Γκραμόν, έδιωξε τον κόμη.
Από τότε άρχισε η «κάτω βόλτα» για εκείνη. Οι εποχές είχαν αλλάξει και κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να ξοδεύει τόσα πολλά γι αυτήν. Οι νέοι ήταν πια απασχολημένοι με τον εμφύλιο και τις ραδιουργίες εναντίον του πρωθυπουργού Μαζαρίνου.
Επιπλέον, ήταν πια 35 ετών. Εξακολουθούσε να είναι όμορφη αλλά όχι περισσότερο από τα πιο νεαρά κορίτσια.
Η Μαριόν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μέγαρο της Πλας Ρουαγιάλ και να αποσυρθεί με τη μητέρα της σε φτωχική συνοικία.
Ήταν πια αντιμέτωπη με το φάσμα της φτώχειας. Δεν πρόλαβε όμως να την γνωρίσει διότι αρρώστησε βαριά και πέθανε σε τρεις μέρες.
Μέσα στον πυρετό της ζήτησε να της φέρουν ιερέα για να εξομολογηθεί και να μεταλάβει. Αυτό ήταν το τέλος μιας ζωής αφιερωμένης στις απολαύσεις.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ στο δράμα του «Μαριόν ντε Λορμ» την παρουσιάζει ως φίλη κάποιου Ντιντιέ, ενός φανταστικού προσώπου, ο οποίος είναι τόσο ερωτευμένος μαζί της που ακόμη κι όταν μαθαίνει ότι η αγαπημένη του είναι εταίρα δεν διστάζει να την συγχωρήσει.
Ο Αλφρέ ντε Βινύ στο μυθιστόρημά του «Σεν Μαρ» την παρουσιάζει ως γυναίκα καλλιεργημένη που πέφτει θύμα ραδιουργίας.

Με πληροφορίες από το περιοδικό «Ιστορικά», τεύχος Ιουλίου 1971.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μαντάμ Ντουντού, η «θρυλική τσατσά» στα πορνεία των Βούρλων. Η «Δράκαινα» που έτρεμαν οι ιερόδουλες και οι πελάτες. Από ποια πόρνη βγήκε και η φράση «άντε μωρή Λουμπίνα»…

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here