Η 9η Ιουλίου είναι μία από τις ημέρες που σημάδεψαν ανεξίτηλα την κυπριακή ιστορία. Η μεγάλη σφαγή από τους Τούρκους διοικητές του νησιού και το μακελειό ενάντια στους προύχοντες και τους κληρικούς, καθαρά για εκδικητικούς λόγους, ήταν ένα από τα πιο αποτρόπαια γεγονότα του 1821.

Η Κύπρος αν και υπήρξε πάντα στο πλευρό της Ελλάδας και στους αγώνες της και πολλοί Κύπριοι είχαν ήδη μεταβεί στην Ελλάδα για να βοηθήσουν και να πάρουν μέρος στην επανάσταση, αποφάσισε εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού να μην λάβει ενεργό μέρος στην επανάσταση.
Ο Αρχιεπίσκοπος, αν και ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, θεωρούσε πως η απόσταση και η γεωγραφική θέση του νησιού καθώς και η στρατιωτική απειρία των Κυπρίων, δεν αποτελούσαν θετικά στοιχεία για την εμπλοκή της. Για αυτό η Κύπρος θα προσέφερε μόνο υλική βοήθεια.
Οι πραγματικοί λόγοι που οι ηγέτες των Κυπρίων κράτησαν αυτήν τη στάση, ήταν ίσως επειδή θεωρούσαν πως η επανάσταση δεν θα ήταν νικηφόρος και οποιαδήποτε εξέγερσή τους θα τους στερούσε τα προνόμια που διατηρούσαν. Έτσι κατέβαλαν το ποσό των 100.000 γροσιών στον Τούρκο διοικητή για να μεσολαβήσει στον Σουλτάνο και να μην τους ενοχλήσει.
Όμως αυτή την ουδετερότητά τους, την πλήρωσαν με το παραπάνω οι Κύπριοι ηγέτες, προύχοντες και κληρικοί, όταν ο αδίστακτος διοικητής που πήρε το ποσό, Κιουτσούκ Μεχμέτ άλλαξε τα σχέδια.

«Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά»

Την άποψη του Κυπριανού πως η Κύπρος δεν ήταν έτοιμη για επανάσταση δεν συμμεριζόταν ο Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Θησεύς ο οποίος τον Απρίλιο του 1821, κατέκλυσε την Κύπρο με επαναστατικές προκηρύξεις.
Οι προκηρύξεις αυτές έπεσαν στα χέρια του Κιουτσούκ Μεχμέτ ο οποίος αποφάσισε να δράσει.
Αν και ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός με εγκύκλιό του καλούσε το ποίμνιο του να είναι προσεκτικό, οι Κύπριοι έφευγαν κατά εκατοντάδες για την Ελλάδα.
Αν και στην Κύπρο δεν πραγματοποιήθηκε ένοπλη εξέγερση, ο διοικητής της Κύπρου εφάρμοσε μία σειρά από μέτρα που αποσκοπούσαν στον εκφοβισμό και κατ’ επέκταση στον αποκεφαλισμό της εκκλησιαστικής ηγεσίας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός ήταν ενήμερος. Όπως περιγράφει ο Άγγλος περιηγητής Carne, ο Αρχιεπίσκοπος είχε πει «Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Ξέρω ότι περιμένουν κάποια δικαιολογία».
Εκείνο το Σάββατο, οι πύλες της Λευκωσίας έκλεισαν από νωρίς. Ο Κιουτσούκ Μεχμέτ μήνυσε στην Υψηλή Πύλη πως οι Κύπριοι ετοίμαζαν εξέγερση και με φιρμάνι του Σουλτάνου προχώρησε στη μεγάλη σφαγή και στον αποκεφαλισμό των κληρικών και των προυχόντων.
Ο Carne αφηγείται:
«Ένα απόγευμα ήρθε ένας κλητήρας για να μας πει πως ο Πασάς μας καλούσε σε ακρόαση. Τον εβρήκαμε σε ένα μικρό και δροσερό διαμέρισμα, να κάθεται πάνω σε ένα μαξιλάρι. Η όψη του ήταν πολύ θηριώδης και άγρια. Μόλις καθίσαμε, ξέσπασε με τον πιο παράφορο τρόπο εναντίον των Ελλήνων. Μιλούσε χρησιμοποιώντας τα πιο αισχρά επίθετα. Καταφερόταν κατά του εξαίρετου Κυπριανού κι απειλούσε πως θα στείλει να καταστρέψουν ένα ελληνικό μοναστήρι, που βρισκότανε κοντά στην ακτή […] για να σφάξουν τους σκύλους που ήταν μέσα σε αυτό».

Πρώτοι απαγχονίστηκαν οι Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και λίγα λεπτά μετά, αποκεφαλίστηκαν οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας.
Την επόμενη ημέρα ζητήθηκαν τα λείψανα των ιερομαρτύρων τα οποία τάφηκαν στο ιερό περίβολο της Παναγιάς Φανερωμένης.
Τις επόμενες μέρες έφτασαν στο νησί 4.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες για να τρομοκρατήσουν το νησί και τους κατοίκους του. Οι βιαιότητες ήταν τόσο έντονες που μέχρι και οι δυτικοί περιηγητές σχολίασαν τα όσα είδαν.
Το 1822, ο Σουηδός περιηγητής Μπέργκρεν έγραφε «η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν πιτσιλισμένα με αίμα».

Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Παφίτες που επέζησαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο Πασαπόρτης επέστρεψε στο χωριό του με φουστανέλλα και τσαρούχια και μίλησε για τη φοβερή πείνα και τη δοκιμασία 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here