Στις 29 Αυγούστου 1972, η Αστυνομία δέχθηκε ένα τηλεφώνημα για τη διάπραξη ενός εγκλήματος. Οι αρχές έσπευσαν σε δασώδη περιοχή του δρόμου Μύρτου-Διορίου και εντόπισαν την 22χρονη Π.Π δολοφονημένη μέσα στο αυτοκίνητο του συζύγου της. 
Ήταν οκτώ μηνών έγκυος και σε διπλανό σημείο εντοπίστηκε ο σύζυγός της, Π.Β. πρόχειρα δεμένος πάνω σε κορμό πεύκου. Όπως αποδείχθηκε, αυτός ήταν ο δολοφόνος και το τηλεφώνημα έκανε ένας φίλος του, ο Η.Τ.. Το έγκλημα σόκαρε την Κερύνεια και για μεγάλο διάστημα, αποτελούσε κύρια είδηση στις εφημερίδες της εποχής.

Το χρονικό του εγκλήματος

Ο Π.Β., σύζυγος της Π.Π, ο οποίος εργαζόταν στη Λευκωσία, είχε συνάψει σχέσεις με την αρραβωνιαστικιά του εργοδότη του και από τότε άρχισαν οι προστριβές μεταξύ του ζεύγους. Ο Π.Β. προέβαλλε διάφορες προφάσεις στην Π.Π., για να δικαιολογήσει την εξωσυζυγική του σχέση.

Επειδή η γυναίκα του, η οποία βρισκόταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, δεν του έδινε διαζύγιο, άρχισε να σχεδιάζει διάφορους τρόπους, για να την ξεφορτωθεί. Μεταξύ άλλων, είχε σχεδιάσει με τον φίλο του Η.Τ. να την οδηγήσουν στο περιβόλι του και να την ρίξουν μέσα σε λάκκο. Τελικά, ο Η.Τ. δεν τόλμησε να την σπρώξει, προφανώς γιατί την λυπήθηκε.

Εννιά μέρες πριν την δολοφονία της Π.Π., στις 20 Αυγούστου 1972, υπήρξε μια απόπειρα εναντίον της. Γύρω στις 12:45 τα μεσάνυχτα, ενώ τρεις άντρες κατευθύνονταν προς το χωριό Σκυλλούρα, παρά το κέντρο «Ανεμώνες» εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους η 22χρονη. Δεν φορούσε παπούτσια και τους εκλιπαρούσε να την πάρουν μαζί τους.

Ήταν αναστατωμένη, έκλαιγε και στα μαλλιά της υπήρχαν χώματα. Μετά από λίγο, πλησίασε ο σύζυγός της και η κοπέλα συνέχισε να τους παρακαλάει να την πάρουν μαζί τους, γιατί θα την σκότωνε. Όπως ανέφερε, την καταδίωκε και της έβαλε το κεφάλι κάτω από τις ρόδες του
αυτοκινήτου. Πήρε τα παπούτσια της και την τσάντα της και οι τρεις άνδρες την μετέφεραν στο χωριό της.

Καθ΄οδόν τους ευχαριστούσε ολόψυχα για τη σωτηρία της από τον σύζυγό της. Όταν η Π.Π. βρέθηκε δολοφονημένη εννέα ημέρες αργότερα, η Αστυνομία συνέλαβε τόσο τον Π.Β. όσο και τον Η.Τ..

Η μαρτυρία του Η.Τ.

Κατά την κράτησή του, ο φίλος του Π.Β απέστειλε επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα, στην οποία εξηγούσε τη συμμετοχή του στο έγκλημα και εξέφραζε την μετάνοιά του. Σε θεληματική του κατάθεση ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Στις 29 Αυγούστου, ο Π.Β. μου είπε να νοικιάσω για λογαριασμό του αυτοκίνητο και μού έδωσε το ποσό των 300 λιρών. Η ώρα 19.30 της 29ης Αυγούστου, μου τηλεφώνησε
και μου είπε να βρίσκομαι στις 22.00 στο δρόμο Μύρτου-Διορίου, για να μου δώσει κάτι πράγματα και να τα πάρω στη Λευκωσία, γιατί δεν μπορούσε να τα πάρει στη Π.Π.. Η ώρα 22.10, πήγα στο σημείο, έσβησα τα φώτα και περίμενα.

Μετά από λίγα λεπτά ήλθε ο Π.Β., κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα της Π.Π.. Έπιασε την Π. από τα μαλλιά, την έριξε κάτω και εκείνη άρχισε να φωνάζει: «Π., Π., Παναγία μου άφησμε!». Την έβγαλε από το αυτοκίνητο, την ετσίλλησεν κάτω, κρατώντας το ένα χέρι με το γόνατο του και με το άλλο χέρι ετσιλλούσε το στόμα της και την μύτη της. Του είπα: «Για το όνομα του Θεού, παραίτα ήντα που κάμνεις!» και άρχισα να τον τραβώ από τα ρούχα και εσχίστηκε το δεξί του μανίκι του πουκαμίσου.

Εκείνος μου είπε: «Τράβα πίσω, γιατί δεν γλυτώνεις ούτε εσύ». Η Π. κλωτσούσε τα πόδια της και σε λίγα λεπτά έπαυσε να κλωτσά και τότε κατάλαβα ότι ήταν νεκρή. Τότε την άφησε και μου είπε: «Βοήθα με να την κάτσουμε μέσα στο αυτοκίνητο».

Τον βοήθησα και την κάτσαμε στο αυτοκίνητο. Έπιασε ένα σπάγγο από το ταμπλό και μου είπε: «Δώσ’ μου κάμποσες μπουνιές και πάτσους και μετά δέσε με πάνω εις τον πεύκο». Του έδωσα κάμποσες μπουνιές πάνω στη κεφαλή, στα πλευρά και σε άλλα μέλη του σώματός του.

Ακολούθως, τον έδεσα πάνω στο πεύκο. Μου είπε, όταν φθάσω στη Λευκωσία, να τηλεφωνήσω στην Αστυνομία ότι, ενώ περνούσα με το αυτοκίνητό μου, είδα τέσσερα άτομα να κτυπούν ένα άλλον. Μόλις πήγα στη Λευκωσία ήπια έναν καφέ και τηλεφώνησα στην Αστυνομία».

«Εν να της δώσω πας την κκελέ»

Ο γιατρός που εξέτασε τον δολοφόνο αποφάνθηκε ότι οι εκδορές στο δέρμα προκλήθηκαν από νύχια ανθρώπου, δεν υπήρχε καμία βλάβη στο κρανίο. Επίσης, ο δράστης δεν είχε καταβάλει καμία προσπάθεια να σπάσει τα δεσμά, που εάν το επιχειρούσε θα κατόρθωνε να απελευθερωθεί με λίγη προσπάθεια, με βάση την ιατροδικαστική έκθεση.

Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο της κατεχόμενης Κερύνεια. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο πρώην εργοδότης του Π.Β, Μ.Π. κατέθεσε πως ο 27χρονος είχε δηλώσει ότι δεν αντέχει να ζει άλλο με την Π.Π.

«Εν να με νευριάσει καμιά μέρα τζιαι εν να της δώσω πας την κκελέ», ήταν μία από τις συνηθισμένες εκφράσεις του για την 22χρονη σύζυγό του, ενώ κάποια άλλη στιγμή εκμυστηρεύθηκε πως θα την χώριζε διότι η οικογένειά της δεν του έδωσε τις 300 λίρες προίκα που του είχαν «υποσχεθεί».

Μάλιστα, ο εργοδότης του είχε αντιληφθεί πως η δική του αρραβωνιαστικιά και ο Π.Β  κρυφοκουβέντιαζαν και κοκκίνιζαν κάθε φορά που αντάλλαζαν βλέμματα. Αυτό τον έβαλε σε υποψίες.

Τελικά, ο Π.Β. καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ ο φίλος του Η.Τ. σε πολύμηνη φυλάκιση. Στις 20 Ιουλίου 1974, όταν ανοίχτηκαν οι Κεντρικές Φυλακές για να εξέλθουν οι αντιστασιακοί πολίτες και αστυνομικοί που είχαν φυλακιστεί μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, οι δύο κατάδικοι βρήκαν την ευκαιρία και δραπέτευσαν. Αργότερα, ωστόσο, επέστρεψαν στις φυλακές και εξέτισαν την ποινή τους.

Με πληροφορίες από το άρθρο του Ανώτερου Υπαστυνόμου, Παναγιώτη Παναγιώτου στο περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά» (Τεύχος 1, 2016)

 

Διαβάστε επίσης στη «ΜτΧ»: Η δολοφονία του ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου με 54 σφαίρες και διασταυρούμενα πυρά. «Δεν ανήκω σε καμία φατρία», είχε δηλώσει  

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here