Όταν ήταν παιδί υπέφερε από αϋπνίες, ήταν γυναικάς στα νιάτα του και αφοσιωμένος σύζυγος στην ωριμότητά του.
Πάντα όμως ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος.

Μετά βίας διατηρούσε μερικές παιδικές αναμνήσεις από τον Σέργκεϊ, τον κατά έντεκα μήνες μικρότερο αδερφό του. Αφηγούνταν με υπερβολική νηφαλιότητα πώς πέθανε από ασιτία στο Αμβούργο το 1945, σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί, όπου τον είχαν μεταφέρει με την κατηγορία του Βρετανού κατασκόπου.
Με κάπως μεγαλύτερη ταραχή μιλούσε για τον θάνατο του πατέρα του, που δολοφονήθηκε από δύο φασίστες το 1922, καθώς έβγαινε από μια δημόσια διάλεξη στο Βερολίνο.
Παρότι η απόπειρα είχε στόχο τον ομιλητή, ο πατέρας του Ναμπόκοφ παρενέβη, ανέτρεψε τον έναν από τους δύο δολοφόνους και έπεσε χτυπημένος από τις σφαίρες του άλλου.

Η έμπνευση για τη Λολίτα

Ο Ναμπόκοφ δίδαξε στο Γουέλσλι Κόλετζ, ένα από τα ελάχιστα πανεπιστήμια θηλέων που έχουν απομείνει στον κόσμο.
Με εξαίρεση τους λίγους άντρες καθηγητές, στο κάμπους δεν βλέπει κανείς παρά μόνο γυναίκες.
Στο Γουέλσλι Κόλλετζ υπάρχει ακόμη η ελπίδα και η ψευδαίσθηση ότι ο Ναμπόκοφ πρέπει να εμπνεύστηκε κατά κάποιον τρόπο τη Λολίτα, το περίφημο δημιούργημά του, από εκείνα τα εφηβικά πλήθη με τις φουστίτσες.

Ωστόσο, όπως ο ίδιος έχει εξηγήσει σε διάφορες περιστάσεις, ο σπόρος του αριστουργήματός του βρίσκεται στον «Γητευτή», ένα αφήγημα της ευρωπαϊκής του περιόδου, γραμμένο στα ρωσικά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε μεγάλη αδυναμία στη Λολίτα, αφού, εκτός από τη μεγάλη τόλμη που χρειάστηκε για να τη γράψει, βρήκε επίσης τη δύναμη να τη μεταφράσει ο ίδιος στα ρωσικά, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δε θα κυκλοφορούσε στην πατρίδα του, όχι μόνο όσο θα βρισκόταν εν ζωή, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα.

Η παραλίγο καταστροφή του διασημότερου έργου του

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

Ομολογούσε ότι έγραφε για δύο λόγους: πρώτον, από ηδονή, ευτυχία ή έκσταση. Και δεύτερον, για να διώξει από πάνω του το βιβλίο στο οποίο δούλευε.
Άπαξ και αρχίσεις ένα βιβλίο, έλεγε, ο μόνος τρόπος για να το ξεφορτωθείς είναι να το τελειώσεις.
Κάποτε ωστόσο μπήκε στον πειρασμό να καταφύγει σε μια πιο γρήγορη και μη αναστρέψιμη μέθοδο.
Μια μέρα του 1950, η γυναίκα του, Βέρα, τον πρόλαβε τελευταία στιγμή καθώς έβγαινε στον κήπο του σπιτιού για να κάψει τα πρώτα κεφάλαια της Λολίτας, συντετριμμένος από τις αμφιβολίες και τις τεχνικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
Μια άλλη φορά απέδωσε τη σωτηρία του χειρόγραφού του στη φοβισμένη συνείδησή του, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι αν το κατέστρεφε, το φάντασμα του βιβλίου θα τον καταδίωκε στην υπόλοιπη ζωή του.

«Σκέφτομαι σαν ιδιοφυΐα, γράφω σαν διακεκριμένος συγγραφέας και μιλάω σαν παιδί»

Απολογούμενος για την προφορική του αδεξιότητα, άδραξε κάποτε την ευκαιρία να πει: «Σκέφτομαι σαν ιδιοφυΐα, γράφω σαν διακεκριμένος συγγραφέας και μιλάω σαν παιδί».
Τον ενοχλούσε τρομερά να του αποδίδουν επιδράσεις άλλων συγγραφέων, είτε επρόκειτο για τον Τζόις, τον Κάφκα ή τον Προυστ, είτε, κυρίως, όταν επρόκειτο για τον Ντοστογιέφσκι, τον οποίον απεχθανόταν, θεωρώντας τον «έναν φτηνό, αδέξιο και χυδαίο αισθησιαστή».
Η αλήθεια είναι πως απεχθανόταν σχεδόν όλους τους συγγραφείς: τον Μαν και τον Φώκνερ, τον Κόνραντ και τον Λόρκα, των Λώρενς και τον Πάουντ, τον Καμύ και τον Σαρτρ, τον Μπαλζάκ και τον Φόρστερ.
Ανεχόταν τον Χένρυ Τζέημς, τον Κόναν Ντόυλ και τον Χέρμπερτ Τζωρτζ Γουέλλς.

Θαύμαζε τον «Οδυσσέα» του Τζόις, αλλά θεωρούσε το Finnegan’s Wake «επαρχιακή λογοτεχνία», την οποία σε γενικές γραμμές απεχθανόταν επίσης.
Εξαιρούσε την «Πετρούπολη», του συμπρατριώτη του, Αντρέι Μπέλι, το πρώτο μισό του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», τον Πούσκιν και τον Σαίξπηρ και λίγα πράγματα ακόμη.
Δεν κατανοούσε τον «Δον Κιχώτη», που, παρά το κώλυμα αυτό, τελικά τον συγκίνησε .
Πάνω απ’ όλα όμως αντιπαθούσε τέσσερις δόκτορες, τον δόκτορα Φρόιντ, τον δόκτορα Ζιβάγκο, τον δόκτορα Σβάιτσερ και τον δόκτορα Κάστρο της Κούβας».
Κυρίως τον πρώτο, έναν από τους εφιάλτες του, τον οποίο συνήθιζε να αποκαλεί «Βιεννέζο κομπογιαννίτη» και του οποίου τις θεωρίες θεωρούσε μεσαιωνικές, εφάμιλλες της αστρολογίας και της χειρομαντείας.

Ο Ναμπόκοφ με τη γυναίκα του, Βέρα, στο Βερολίνο το 1925
Ο Ναμπόκοφ με τη γυναίκα του, Βέρα, στο Βερολίνο το 1925

Οι μανίες και οι αντιπάθειές του ωστόσο δεν σταματούσαν εκεί. Στην πραγματικότητα ήταν αναρίθμητες.
Μισούσε τη τζαζ, τις ταυρομαχίες, τις πρωτόγονες παραδοσιακές μάσκες, την ατμοσφαιρική μουσική, τις πισίνες, τα φορτηγά, τα τρανζίστορ, τον μπιντέ, τα εντομοκτόνα, τα γιοτ, το τσίρκο, τους χούλιγκαν, τα νάιτ κλαμπ και τον βρυχηθμό των μοτοσικλετών για να αναφέρουμε μόνο λίγα παραδείγματα.

Εξορία και θάνατος

Σύμφωνα με όσα αφηγείται στην αυτοβιογραφία του, «Μίλησε, μνήμη», όταν εγκατέλειψε τη Ρωσία, στα 20 του χρόνια, το μεγαλύτερο αγκάθι για εκείνον, ήταν το ότι γνώριζε πως για εβδομάδες ή και για μήνες ακόμη, θα συνέχιζαν να φτάνουν τα γράμματα της αγαπημένης του Ταμάρα στο σπίτι στη νότια Κριμαία, όπου είχε εγκατασταθεί για ένα διάστημα μετά τη φυγή του από την Αγία Πετρούπολη και πριν από την τελική του αναχώρηση από τη Ρωσία.

Ο Ναμπόκοφ πέθανε στις 2 Ιουλίου 1977 στο Μοντρέ, σε ηλικία 68 χρονών.
Δεν επέστρεψε ποτέ στη Ρωσία και δεν ξανάμαθε ποτέ τίποτε για την Ταμάρα.

ΠΗΓΗ: «Γράφοντας τις ζωές των άλλων. Αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων – μύθων», Χαβιέρ Μαρίας. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here