Στυλ

Όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη «στυλ» εννοούμε έναν καλλιτεχνικό ρυθμό εξπρεσιονιστικό, αναγεννησιακό, γοτθικό ή χαρακτηρίζουμε την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου.
Η λέξη προέρχεται από τη γαλλικό «style» το οποίο πλάστηκε από τις λατινικές λέξεις «stylus» και «stilus» που ήταν το αιχμηρό εργαλείο, η γραφίδα με την οποία χάραζαν τις πλάκες.
Η πρώτη λέξη που είναι γραμμένη με y συνδέθηκε με το ελληνικό «στύλος», που είναι το αντικείμενο πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι και η δεύτερη με το λατινικό stimulus, που σημαίνει «κεντρί».

Stilus στα λατινικά ήταν το μακρόστενο μυτερό αντικείμενο
Stilus στα λατινικά ήταν το μακρόστενο μυτερό αντικείμενο

Ξένος

Η λέξη «ξένος» χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα. Σήμερα χαρακτηρίζει όποιον δεν μας ανήκει, αυτόν που δεν γνωρίζει και δεν σχετίζεται με κάτι, ένα πρόσωπο με το οποίο δεν υπάρχει συγγενική σχέση ή τον αλλοδαπό.
Η λέξη είναι συνώνυμη με την αγγλική guest, τη λατινική hostis, αλλά η προέλευση της είναι αβέβαιη.
Ωστόσο, τα αρχαία χρόνια είχε διαφορετική σημασία.
Ο «ξένος» ήταν ο φιλοξενούμενος με τον οποίο είχε συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων.

Το ζαμπόν είναι το χοιρινό κρέας που προέρχεται από τον μηρό και την πλάτη
Το ζαμπόν είναι το χοιρινό κρέας που προέρχεται από τον μηρό και την πλάτη

Καμπή- ζαμπόν- γάμπα

Η λέξη «καμπή» σημαίνει στροφή ή το χρονικό ορόσημο το οποίο δηλώνει τη μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη.
Οι αρχαίοι Έλληνες την χρησιμοποιούσαν με παρόμοια σημασία αλλά και για να χαρακτηρίσουν διάφορα μέλη του σώματος, για να δηλώσουν την κάμψη δηλαδή το λύγισμα.
Κατά πάσα πιθανότητα από την ελληνική λέξη προέρχεται και η λατινική «gamba» που ήταν το πίσω μέρος του γονάτου, η κνήμη και επέστρεψε στην ελληνική γλώσσα ως «γάμπα».
Από τη λατινική λέξη «gamba» γεννήθηκαν επίσης οι γαλλικές λέξεις «jambon» και «jante» που έδωσαν τις ελληνικές λέξεις «ζαμπόν» και «ζάντα».

Οι Κούροι και οι Κόρες είναι αγάλματα της αρχαϊκής περιόδου, Οι Κούροι είναι γυμνοί και οι Κόρες ντυμένες
Οι Κούροι και οι Κόρες είναι αγάλματα της αρχαϊκής περιόδου, Οι Κούροι είναι γυμνοί και οι Κόρες ντυμένες

Κορεσμός

Η λέξη «κορεσμός» χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σημείο στο οποίο κάτι είναι εντελώς γεμάτο και την πλήρη ικανοποίηση. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «κορέννυμι» που η ρίζα του σήμαινε αυξάνω και γεμίζω. Ετυμολογικά συνδέεται με την αρχαία λέξη «κόρος» που σήμαινε την πλησμονή και τις λέξεις «κούρος» και  «κόρη» που ήταν τα αντρικά και γυναικεία αγάλματα.

Το κείμενο βασίστηκε στο Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας του καθηγητή γλωσσολογίας Γ. Μπαμπινιώτη

Clipboard01-26ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Βιολόγος ήταν ο μίμος, βιομήχανος ο ευφυής, άδεια σημαίνει έλλειψη φόβου και η αγωνία βγαίνει από τον αγώνα. Η άγνωστη εξέλιξη των λέξεων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here