Πηγή: Πειραιόραμα, του Στέφανου Μίλεση

Καρβουνιάρικα ονομάστηκε από τους Πειραιώτες, αρχικά ένα τμήμα του λιμανιού του Πειραιά, που προσδιοριζόταν μετά το ναό του Αγίου Νικολάου με κατεύθυνση προς τους ταρσανάδες και τα καρνάγια του Ξαβέρη.

Στο σημείο εκείνο γίνονταν φορτοεκφορτώσεις με κάρβουνο και η προμήθεια των πλοίων. Πρόκειται για μικρό μέρος της αρχαίας Ακτής Αλκίμων, το οποίο στα μετέπειτα χρόνια ονομάστηκε Ακτή Ξαβερίου από τον Ιταλό εποικιστή και επιχειρηματία που έζησε εκεί, τον Ξαβέριο Στέλλα.

Τότε η χρήση του κάρβουνου ήταν διπλή. Η προμήθεια της πόλης και η προμήθεια των πλοίων. Συνεπώς η κίνηση μεταβαλλόταν στα Καρβουνιάρικα με αυξητική τάση στα πρώτα κρύα του χειμώνα ή με την αύξηση της κίνησης του εμπορικού λιμένα του Πειραιά.
Εκεί γίνονταν οι μεταφορές, οι εκφορτώσεις αλλά και οι πωλήσεις αυτού του είδους πρώτης ανάγκης. Από το πρωί έως το βράδυ κατέφθαναν από διάφορα λιμάνια σ΄αυτή τη μικρή γωνιά, μεγάλα και μικρά καΐκια φορτωμένα με χιλιάδες οκάδες κάρβουνου για να πωλήσουν και συγχρόνως άλλα για να το προμηθευτούν. Αυτό το παράξενο αλισβερίσι γινόταν παράλληλα και από στεριάς αφού κάρα, κάθε διάστασης, προσέγγιζαν για προμήθειες – για κάλυψη αναγκών θέρμανσης, κίνησης (ατμομηχανών, λέβητων κ.ο.κ.). Επίσης, από τα Καρβουνιάρικα προμηθευόταν και η Αθήνα, καθώς και όλες οι γύρω συνοικίες.

 

Το χρηματιστήριο του κάρβουνου

Η περιοχή πήρε το όνομα από το χαρακτηριστικό γκριζόμαυρο σκοτεινό χρώμα που είχε επικαλύψει τα πάντα. Τα καΐκια που φόρτωναν και ξεφόρτωναν, οι άνθρωποι που δούλευαν σ΄ αυτά, οι λιμενεργάτες, αλλά και τα γύρω σπίτια, οι δρόμοι και το πλακόστρωτο του λιμανιού.
Τριάντα χιλιάδες οκάδες κάρβουνου πωλούνταν σ΄ αυτό το παράξενο χρηματιστήριο, όπου η τιμή του ήταν εξαρτώμενη από την προέλευσή του. Εάν ήταν δηλαδή κάρβουνο από πουρνάρι, αγριελιά, κουμαριά η τιμή οριζόταν σε 3,80 ανά οκά, καθώς θεωρείτο πρώτης ποιότητας, ενώ εάν ήταν από ήρεμα δένδρα όπως δρυ, οξιά, ελιά πήγαινε στα 3,40.

Η τιμή και η πώληση γινόταν στο πόδι, η τιμή διέφερε καθημερινά και περίπου σαράντα ειδικοί έμποροι του είδους ασχολούνταν μ΄αυτό.
Τα καΐκια μόλις έμπαιναν στο λιμάνι και πριν ακόμα πλησιάσουν, σήκωναν πινακίδα με την τιμή της πώλησης για να προδιαθέσουν τους στεριανούς εμπόρους. Με το πλησίασμα οι ενδιαφερόμενοι -επιχειρηματίες, μεταπωλητές, μικροπωλητές- είχαν ήδη προσεγγίσει όποιον τους ενδιέφερε.
Οι λιμενεργάτες, κατάμαυροι, χωρίς να έχουν λόγο σε αυτή τη διαδικασία, λάμβαναν εντολές για ξεφόρτωμα από τα καΐκια και φόρτωμα στα στεριανά μεταφορικά μέσα.
Ακολουθούσε το ζύγισμα στο μεγάλο δημόσιο στατήρα όπου ανέβαιναν εξ ολοκλήρου τα κάρα – και αργότερα τα καμιόνια – και ακολουθούσε η αργή διαδρομή για την διανομή στον τόπο προορισμού του.
Άλλα κάρα έπαιρναν την παραλιακή προς την Ακτή Μιαούλη κι άλλα ανέβαιναν με δυσκολία τις παρόδους, βγαίνοντας στην προέκταση της λεωφόρου Σωκράτους, δηλαδή στη σημερινή λεωφόρο Χατζηκυριακού, η οποία ήταν σκαμμένη από το διαρκές πέρασμα των κάρων.

Κύριοι τόποι παραγωγής του κάρβουνου ήταν η Χαλκιδική, η Εύβοια, η Θράκη, η Κρήτη, ο Βόλος και η Σάμος.

Εκεί νοικιάζονταν ολόκληρες δασώδεις εκτάσεις, στήνονταν καμίνια και τα δένδρα μεταβάλλονταν, με την χρήση φωτιάς, σε κάρβουνα. Βέβαια υπήρχε και ο εφοδιασμός από το εξωτερικό, κυρίως από την Αλβανία από την οποία μεγάλα καΐκια κατέφθαναν απευθείας στον Πειραιά και πωλούσαν στις ίδιες τιμές.

Τα Καρνάγια της Ακτής Ξαβερίου που υπήρχαν μετά τα Καρβουνιάρικα, με κατεύθυνση προς το Βασιλικό Περίπτερο, κάλυπταν όλη την έκταση της αρχαίας Ακτής Αλκίμων

Πέριξ της περιοχής αυτής το χώμα, οι πέτρες ακόμα και τα θαλασσινά νερά, ήταν ποτισμένα με την κατάμαυρη αυτή σκόνη. Όμως όσο πιο πολλή μουτζούρα παρουσίαζε το τοπίο, τόσο πιο χαρούμενους έκανε όσους ασχολούνταν μ΄ αυτό, καθώς σήμαινε τεράστιο όγκο δουλειάς.
Κατά μήκος της Ακτής χτίστηκε και ο Ανεμόμυλος του Μανίνα, που αποτέλεσε επίσης ξεχωριστό τοπωνύμιο, ανάμεσα στις οδούς Ιάσωνος και Κανάρη. Στην Μανίνα υπήρχαν καρβουναποθήκες που επίσης αποτελούσαν μάστιγα για τις παρακείμενες οικίες, καθώς οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να ανοίξουν τα παράθυρά τους από την ασβόλη. Έτσι οι περίοικοι, στις 27 Νοεμβρίου 1895, στέλνουν διαμαρτυρία ζητώντας την μετακίνησή τους, στο υπουργείο Ναυτικών το οποίο με την σειρά του την έστειλε στον πρωθυπουργό.

Γύρω από την περιοχή το χώμα, οι πέτρες ακόμα και τα θαλασσινά νερά, ήταν ποτισμένα με την κατάμαυρη αυτή σκόνη

Η ταβέρνα στην Ακτή Ξαβερίου

Από τα καΐκια που ξεφόρτωναν, στα τροχοφόρα τα φορτωμένα, μέχρι τη σούστα του καρβουνιάρη της γειτονιάς και του υπομονετικού υποζυγίου, του πλανόδιου που αγόραζε δύο τσουβάλια για να τα πουλήσει κι αυτός με την σειρά του, στους δικούς του πελάτες, όλοι έβγαζαν κέρδος από αυτό κι ότι γινόταν στη λαχαναγορά από τις τρεις τη νύχτα ως τις οκτώ το πρωί, το ίδιο και στα Καρβουνιάρικα.
Το καλοκαίρι αποτελούσε περίοδο σχεδόν νεκρή για την περιοχή, αφού η θέρμανση σταματούσε και απέμεναν μόνο τα κάρβουνα της κίνησης των ατμόπλοιων (ανθράκευση).
Το τοπίο δεν εξαντλείτο αποκλειστικά στην ζωή των Καρβουνιάρικων, αφού δίπλα τους ακριβώς βρίσκονταν τα ξυλοναυπηγεία (ταρσανάδες) της Ακτής του Ξαβέρη. Οι άλλοι ταρσανάδες βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά του λιμανιού (δίπλα στο νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου) πριν μετακινηθούν για το Πέραμα τα επόμενα χρόνια.
Καρβουνιάρηδες και ταρσανατζήδες σύχναζαν σε καφενεία της περιοχής και σε ταβέρνες σε κάποια διακοπή της σκληρής εργασίας. Εκεί βρισκόταν και το ξυλοναυπηγείο του Ιταλού του Ξαβέρη, που αργότερα θα φτιάξει οίκημα το οποίο, στον ισόγειο χώρο του, θα φιλοξενήσει ταβέρνα η οποία θα κάνει γνωστό το όνομά του, βαπτίζοντας όλη την περιοχή Ακτή Ξαβερίου.

Το τοπίο δεν εξαντλείτο αποκλειστικά στην ζωή των Καρβουνιάρικων, αφού δίπλα τους ακριβώς βρίσκονταν τα ξυλοναυπηγεία της Ακτής του Ξαβέρη

Όλη αυτή η δραστηριότητα που υπάρχει και αναπτύσσεται στις παρυφές της Υδραϊκής συνοικίας με τα χρόνια θα αλλάξει. Σημαντικό μέρος αποτέλεσε η δημιουργία του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς που προσδιόρισε εκ νέου την χωροταξία του λιμανιού, μεταφέροντας τα Καρβουνιάρικα απέναντι, μετά τα Λεμονάδικα της Ακτής Τζελέπη.
Σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος του Ξαβερίου που έφερε τις πρώτες μαλτέζικες τράτες με ναύτες Ιταλούς – τραβούσαν ψάρια πηγαίνοντας ζευγαρωτά κι έχοντας τα δίχτυα ανάμεσά τους. Ο Ιταλός, για να πουλά καλύτερα τα ψάρια του, άνοιξε και ταβέρνα και πολύς κόσμος κατέβαινε εκεί, ενώ σπίτια εμφανίσθηκαν με τους ιδιόρρυθμους νησιώτικους θόλους τους.
Όταν, αργότερα, σε Πειραιά και Αθήνα άρχισαν να χρησιμοποιούν αεριόφως στη μαγειρική και στη θέρμανση και ηλεκτρισμό στα μετέπειτα χρόνια, η χρήση και εμπορία κάρβουνου σταδιακά περιοριζόταν και η τιμή του διαρκώς έπεφτε. Επίσης, οι ταρσανάδες εξαφανίζονταν αφού το μέταλλο κυριαρχούσε αντί του ξύλου. Ο πολιτισμός είχε νικήσει.
Η μεταφορά των Καρβουνιάρικων προς την Ακτή Τζελέπη, αντί να ευεργετήσει την περιοχή, αφαίρεσε την ικμάδα της και δημιούργησε ένα παράξενο θέαμα.
Όλος ο Κωφός Λιμήν, σταδιακά μετά την δεκαετία του ’20 και αφού πρώτα χρησιμοποιήθηκε ως «σταθμός εργασίας» πλοίων που στάθμευαν εκεί για βαφές και κάθε άλλου είδος εργασία, μετατράπηκε με τα χρόνια σε αξιοθρήνητο νεκροταφείο καραβιών.
Πλοία στην εφεδρεία, μαούνες, βάρκες και ότι επέπλεε ακόμα βρίσκονταν παρατημένα εκεί, δίνοντας σε όλη την περιοχή εικόνα εγκατάλειψης και ερήμωσης.

Διαβάστε:«Μαζί με το ταξίδι και μια μακαρονάδα δώρο». Έτσι έπειθαν τους ταξιδιώτες οι ντελάληδες στο λιμάνι του Πειραιά. Τα «μπαούλα» και οι «ναυμαχίες» των ανταγωνιστών…

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here