Η δημοσιογράφος Ρίσαρντ Καπισίνσκι έφυγε από την Πολωνία για την Αφρική στα τέλη της δεκαετίας του ’50, με αποστολή να καταγράψει το τέλος της αποικιοκρατίας. Παρακολούθησε τις άμεσες, βίαιες εξελίξεις που ακολούθησαν την απελευθέρωση. Συνέλεξε τις παρατηρήσεις του σε ένα βιβλίο, με τίτλο «Έβενος, το χρώμα της Αφρικής». Στο απόσπασμα που δημοσιεύουμε, ο Καπισίνσκι περιγράφει την έννοια της κλοπής, όπως εμφανιζόταν στο Λάγκος τη δεκαετία του ’60.

Απόσπασμα από το βιβλίο, «ΕΒΕΝΟΣ, ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ». Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Η κλοπή σήμαινε θάνατος, αλλά και εξάλειψη των ανισοτήτων

Το διαμέρισμα που νοικιάζω στο Λάγκος συνεχώς το κλέβουν.
Και όχι μόνο όταν φεύγω για το μεγαλύτερο διάστημα κάπου, αλλά ακόμα κι όταν κάνω ένα σύντομο ταξίδι.
Ξέρω πως, όταν επιστρέψω, το παράθυρο θα είναι βγαλμένο από το κούφωμα, τα έπιπλα αναποδογυρισμένα, τα ντουλάπια αδειασμένα.
Το διαμέρισμα βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στο νησί Λάγκος.
Το νησί ήταν κάποτε χώρος δράσης δουλεμπόρων και αυτή η ντροπιαστική, σκοτεινή προέλευση της πόλης, άφησε στην ατμόσφαιρά της ένα στοιχείο βιαιότητας.

Ρίσαρντ Καπισίνσκι
Ρίσαρντ Καπισίνσκι

Θα μπορούσα βέβαια να είχα επιλέξει την Ικόγι, μια ασφαλή και πολυτελή συνοικία πλούσιων Νιγηριανών, Ευρωπαίων και διπλωματών, αλλά πρόκειται για μια περιοχή πολύ ψεύτικη, αριστοκρατική, κλειστή και αυστηρά φρουρούμενη, ενώ εγώ θέλω να ζω σε μια αφρικάνικη πόλη, σε αφρικάνικο δρόμο, σε αφρικάνικο σπίτι.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γνωρίσω αυτή την πόλη; Αυτή την ήπειρο;

Οι κλοπές

Στην αρχή, όταν γυρνούσα στο λεηλατημένο διαμέρισμα, γινόμουν έξαλλος.
Το να σε κλέβουν σημαίνει πρώτα απ’ όλα να σε ταπεινώνουν, να σε εξαπατούν.
Αλλά με τον καιρό πείστηκα ότι εδώ το να εκλαμβάνεις την κλοπή μόνο ως ταπείνωση και εξαπάτηση αποτελεί μάλλον ψυχική πολυτέλεια.
Ζώντας ανάμεσα στη φτωχολογιά της συνοικίας μου, κατάλαβα πως μια κλοπή, ακόμα και μια μικροκλοπή, μπορεί να σημαίνει καταδίκη σε θάνατο.
Είδα την κλοπή ως δολοφονία, ως φόνο.
Στο σοκάκι, σε μια γωνιά, ζούσε μια μοναχική γυναίκα, μοναδική περιουσία της ήταν μια κατσαρόλα.
Ζούσε αγοράζοντας από τις μανάβισσες φασόλια επί πιστώσει, τα μαγείρευε με σάλτσα και τα πουλούσε.
Για πολλούς ανθρώπους, ένα πιάτο φασόλια είναι το μοναδικό γεύμα της ημέρας.

Και να! Μια νύχτα μας ξύπνησε μια διαπεραστική κραυγή.
Όλο το σοκάκι σηκώθηκε στο πόδι.
Η γυναίκα έτρεχε πέρα δώθε σαν τρελή, κλαίγοντας σπαρακτικά: Οι κλέφτες της έκλεψαν την κατσαρόλα της, έχασε το μοναδικό πράγμα από το οποίο ζούσε.

Η τιμωρία ενός κλέφτη

Μία άλλη μέρα, ακούστηκε μια κραυγή.
Η κραυγή μιας μικροπωλήτριας που ένας νεαρός βούτηξε από το τραπεζάκι της ένα τσαμπί μπανάνες.
Το θύμα και οι γειτόνισσές της τρέχουν πίσω του και στο τέλος των πιάνουν.
Άγνωστο από πού, εμφανίζεται η αστυνομία.
Οι αστυνομικοί εδώ κρατάνε κάτι μεγάλα ξύλινα κλομπ, με τα οποία χτυπούν βίαια, αλύπητα.
Ο νεαρός, πεσμένος τώρα στο δρόμο, μαζεμένος, κουλουριασμένος, προσπαθεί να προστατευτεί από τα χτυπήματα των κλομπ.

Λάγκος, 1960 - 1970
Λάγκος, 1960 – 1970

Μαζεύεται στη στιγμή κόσμος, πράγμα που είναι εύκολο εδώ, γιατί το πλήθος των άεργων ανθρώπων καραδοκεί για κάποιο συμβάν, κάποια αναταραχή, κάτι εντυπωσιακό, αρκεί να διασκεδάσει, κάτι να δει, με κάτι να ασχοληθεί.
Στριμώχνονται τώρα να φτάσουν όλο και πιο κοντά, λες και ο γδούπος των κλομπ και τα βογκητά του ανθρώπου που τον ξυλοκοπούνε τους προκαλούν πραγματική ηδονή.
Με κραυγές και φωνές ενθαρρύνουν και προτρέπουν τους αστυνομικούς.
Εδώ, όταν πιάσουν κάποιον κλέφτη, θέλουν αμέσως να τον ξεσκίσουν, να τον λιντσάρουν, να τον κατασπαράξουν.
Ο νεαρός βογκάει, έχει αφήσει πια τις μπανάνες από τα χέρια του.
Εκείνοι που στέκονται πιο κοντά πέφτουν πάνω τους, τις τραβολογούν μεταξύ τους.
Έπειτα όλα επανέρχονται στον κανονικό τους ρυθμό.
Η πωλήτρια συνεχίσει να παραπονιέται και να καταριέται, οι αστυνομικοί φεύγουν, ο ξυλοκοπημένος, σακατεμένος νεαρός σέρνεται σε κάποια κρυψώνα – πονεμένος και πεινασμένος.

Η εξάλειψη των ανισοτήτων

Μια μέρα δέχτηκα έναν ξένο.
Ήταν ένας άντρας μέσης ηλικίας, με μια λευκή μουσουλμανική κελεμπία.
Ονομαζόταν Σουλεϊμάν και καταγόταν από τον βορρά της Νιγηρίας.
Κάποτε δούλευε ως νυχτοφύλακας.
Γνώριζε το σοκάκι και όλη την κοντινή περιοχή.
Συμπεριφερόταν ντροπαλά.
Με ρώτησε αν χρειαζόμουν νυχτοφύλακα, γιατί μόλις είχε χάσει τη δουλειά του.
Του είπα πως όχι, αλλά μου έκανε καλή εντύπωση και του έδωσα πέντε λίρες.
Ξανάρθε ύστερα από μερικές μέρες.
Αυτή τη φορά κάθισε. Του έφτιαξα τσάι. Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε.

Του εκμυστηρεύτηκα πως συνέχεια μ’ έκλεβαν.
Ο Σουλεϊμάν το θεώρησε πολύ φυσικό.
Η κλοπή είναι μια μορφή – πικρή, είναι η αλήθεια – εξάλειψης των ανισοτήτων.
Ήταν καλό που μ’ έκλεβαν, ισχυρίστηκε, ήταν μάλιστα μια φιλική χειρονομία εκ μέρους τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο μου έδιναν να καταλάβω πως τους ήμουν χρήσιμος και γι’ αυτό με αποδέχονταν.
Στην ουσία μπορούσα να αισθάνομαι ασφαλής.
Ένιωσα ποτέ να απειλούμαι εδώ;
Παραδέχτηκα πως όχι.
Ορίστε λοιπόν! Θα ήμουν ασφαλής, αν επέτρεπα να με κλέβουν ατιμωρητί.
Από τη στιγμή που θα ειδοποιούσα την αστυνομία και αυτή θ’ άρχιζε να τους καταδιώκει, καλύτερα να του έδινα από ‘δω. Ξανάρθε μια βδομάδα μετά.
Του πρόσφερα τσάι και ύστερα μου είπε με μυστηριώδες ύφος πως θα μ’ έπαιρνε να πάμε μαζί στο Γιανκάρα Μάρκετ και να κάνουμε μια χρήσιμη αγορά.
Το Γιανκάρα Μάρκετ είναι ένα παζάρι όπου μάγοι, πωλητές βοτάνων, σαλτιμπάγκοι, γητευτές πουλάνε όλων των ειδών τα φυλαχτά, χαϊμαλιά, μαγικά ραβδιά και θαυματουργά φάρμακα.
Ο Σουλεϊμάν πήγαινε από τραπέζι σε τραπέζι, κοιτούσε, ρωτούσε.
Στο τέλος μού είπε ν’ αγοράσω από μια γυναίκα ένα ματσάκι φτερά από λευκό κόκορα.
Ήταν ακριβά, όμως δεν αντιστάθηκα.
Γυρίσαμε στο σοκάκι.
Ο Σουλεϊμάν άπλωσε τα φτερά, πέρασε γύρω τους μια κλωστή και τα έδεσε στο πάνω κούφωμα της πόρτας.
Από εκείνη τη στιγμή, ποτέ πια δεν χάθηκε τίποτε από το σπίτι μου.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΩΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ, ΡΙΣΑΡΝΤ ΚΑΠΙΣΙΝΣΚΙ, «ΕΒΕΝΟΣ, ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ». ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here