Τον Νοέμβριο του 1944 διεξήχθη ένα πείραμα στις ΗΠΑ με σκοπό να ερευνήσει τις επιπτώσεις της λιμοκτονίας στο ανθρώπινο σώμα και νου.

Η Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα σίτισης με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να πεθάνουν από την πείνα.
Καθώς υπήρχαν ελάχιστες επιστημονικά τεκμηριωμένες αποδείξεις για τις συνέπειες της ασιτίας, ο επιστήμονας Άνσελ Κις έπεισε τον αμερικανικό στρατό να προχωρήσει σε πειραματικές μελέτες του υποσιτισμού. Τα οφέλη της έρευνας ήταν τόσο ανθρωπιστικά όσο και πρακτικά, διότι η γνώση των καλύτερων μεθόδων αποκατάστασης θα μπορούσε να διασφαλίσει την υγεία του πληθυσμού στην Ευρώπη μετά το τέλος του πολέμου.

«Θα πεινάσεις για να τους ταΐσουμε καλύτερα;»

Ο Κις με τους συνεργάτες του διένειμε ένα φυλλάδιο που έλεγε «θα πεινάσεις για να τους ταΐσουμε καλύτερα;». Με αυτόν τον τρόπο καλούσε άνδρες εθελοντές να συμμετάσχουν σε ένα ιατρικό πείραμα που απαιτούσε πολύμηνη διατροφική στέρηση και σωματικές και ψυχικές δυσκολίες. Σε λίγες μέρες μάζεψε περισσότερες από 400 αιτήσεις ανδρών, κυρίως αντιρρησίες συνείδησης που δεν πολεμούσαν στο μέτωπο. Με αυτόν τον τρόπο θα «θυσιάζονταν» όπως οι στρατιώτες στα χαρακώματα.
Επιλέχθηκαν 36 υγιείς άνδρες μεταξύ 22 και 33 ετών.

Το «Πείραμα Λιμοκτονίας της Μινεσότας»

Το πείραμα του Κις είχε συνολική διάρκεια ενός έτους και χωριζόταν σε τέσσερις χρονικές περιόδους.
Όλοι οι συμμετέχοντες θα συμβίωναν σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Πανεπιστημίου της Μινεσσότα.
Στο πρώτο στάδιο, διάρκειας δώδεκα εβδομάδων, τα «πειραματόζωα» λάμβαναν καθημερινά περίπου 3.200 θερμίδες από συγκεκριμένο διαιτολόγιο ειδικά διαμορφωμένο για τις ανάγκες του κάθε εθελοντή.
Στο στάδιο αυτό έγιναν και οι κατάλληλες ανθρωπομετρικές, σωματικές και ψυχολογικές μετρήσεις.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945, ο Κις μείωσε δραματικά τις μερίδες φαγητού και κάθε συμμετέχοντας λάμβανε 1.500 θερμίδες. Τα γεύματα σερβίρονταν δύο φορές την ημέρα και σχεδιάστηκαν με τρόπο που να αντικατοπτρίζουν την διατροφή της κατεχόμενης Ευρώπης. Δεν υπήρχε καθόλου κρέας και έμφαση δόθηκε σε υλικά όπως οι πατάτες, μακαρόνια, λάχανο και ψωμί ολικής άλεσης. Ανάμεσα στα γεύματα επιτρεπόταν απεριόριστη ποσότητα νερού και σκέτου καφέ, καθώς επίσης και μάσημα τσίχλας.
Παράλληλα, οι εθελοντές έπρεπε καθημερινά να βαδίζουν περισσότερα από 16 χιλιόμετρα.
Οι  δύο τελευταίες φάσεις του πειράματος ήταν αφιερωμένες στην αποκατάσταση των συμμετεχόντων σε ελεγχόμενο και μη ελεγχόμενο περιβάλλον, διάρκειας 12 και 8 εβδομάδων αντιστοίχως.

Οι εθελοντές υπέστησαν σωματικές και ψυχολογικές δυσκολίες
Οι εθελοντές έχασαν το ένα τέταρτο του βάρους τους

Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν αποκαλυπτικά. Σε διάστημα έξι μηνών επιτελέστηκαν τρομερές αλλαγές στον οργανισμό των συμμετεχόντων.
Έχασαν το 25% του συνολικού τους βάρους και παραπονούνταν ότι αισθάνονταν συνέχεια «εξαντλημένοι και γέροι».
Έφτασαν στο σημείο να πίνουν περισσότερες από 15 κούπες καφέ και να καταναλώνουν σχεδόν σαράντα πακέτα τσίχλες. Συχνά έριχναν νερό στο φαΐ τους και το μετέτρεπαν σε σούπα για να φαίνεται πιο πολύ «στο μάτι».
Η δύναμή τους ελαττώθηκε κατά πολύ, τα κόκαλα τους εξείχαν και δεν μπορούσαν να καθίσουν για αρκετή ώρα γιατί πονούσαν.
Η καρδιά τους συρρικνώθηκε και οι σφυγμοί τους μειώθηκαν από 55 σε 35 ανά λεπτό.
Το πρόσωπο, οι αστράγαλοι και τα γόνατά τους πρήστηκαν πιθανόν από την μεγάλη ποσότητα κατάποσης νερού. Το δέρμα τους ήταν σκληρό και τραχύ, ενώ τα μάτια τους απέκτησαν μια πορσελάνινη κάτασπρη όψη εξ αιτίας της συρρίκνωσης των αιμοφόρων αγγείων.

Στο»Πείραμα Λιμοκτονίας της Μινεσσότα, οι συμμετέχοντες υποσιτίζονταν
Οι σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις του πειράματος

Από τις εμφανείς σωματικές αλλαγές, η «λιμοκτονία» των εθελοντών επέφερε και αλλαγή συμπεριφοράς.
Οι συμμετέχοντες ήταν έντονα πολιτικοποιημένοι στην αρχή του πειράματος.
Κατά τη διάρκεια του όμως ανέπτυξαν μια απάθεια για οτιδήποτε πέρα από το φαγητό.
Οι αισθήσεις τους οξύνθηκαν, τα νεύρα τους ήταν συνέχεια τεταμένα και το άγχος ότι δεν θα φάνε τους κυρίευε επανειλημμένα.
Απέκτησαν εμμονική σχέση με το φαΐ και νοιάζονταν πώς θα κερδίσουν μεγαλύτερη μερίδα με «παράνομους» τρόπους, ενώ αντιμετώπιζαν τα βιβλία μαγειρικής ως να είχαν πορνογραφικό περιεχόμενο.
Παρουσίασαν συμπτώματα κατάθλιψης και ένας από τους συμμετέχοντες εγκατέλειψε το πρόγραμμα.
Ανέπτυξε μια βίαιη συμπεριφορά απέναντι στους άλλους και τον εαυτό του, είχε εφιάλτες ότι έτρωγε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο και απείλησε να σκοτώσει τον Κις πριν αυτοκτονήσει.

Στις 20 Σεπτεμβρίου τερματίστηκε η δεύτερη φάση του πειράματος και άρχισε το στάδιο αποκατάστασης
Αργή αποκατάσταση

Η 20η Οκτωβρίου 1945 ήταν η τελευταία μέρα της δεύτερης φάσης του πειράματος.
Η αποκατάσταση των συμμετεχόντων ξεκίνησε άμεσα την επόμενη μέρα.
Οι εθελοντές λάμβαναν καθημερινά πέντε χιλιάδες θερμίδες μαζί με συμπληρώματα διατροφής.
Σταδιακά το σωματικό τους βάρος επανήλθε σε φυσιολογικά επίπεδο.
Δεν μπόρεσαν όμως να καταπολεμήσουν το ίδιο γρήγορα τον φόβο που βίωναν όταν δεν είχαν μπροστά τους φαγητό.
Το 1950 ο Άνσελ Κις δημοσίευσε το «The Biology of Human Starvation» που περιείχε όλες τις σημειώσεις του πειράματος. Μέχρι σήμερα η έρευνα του αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη επιστημονικά καταγραφή των επιπτώσεων του υποσιτισμού και των διατροφικών συνηθειών, ενώ εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατόν να επιλυθούν ψυχολογικά προβλήματα προτού λυθούν οι διατροφικές διαταραχές.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here