Η γερμανική επανάσταση τον Νοέμβριο του 1918, γνωστή ως Νοεμβριανή, είναι λιγότερο γνωστή από τη ρωσική επανάσταση το 1917, οι συνέπειές της όμως ήταν εξίσου σημαντικές.

Στα μέσα του 1918 οι περισσότεροι Γερμανοί γνώριζαν ότι είχαν χάσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν λοιπόν ο ναύαρχος Φραντς φον Χίππερ (1863-1932), διοικητής των πολεμικών σκαφών στη Μάχη της Γιουτλάνδης, πρότεινε μια τελευταία υπέρ πάντων αναμέτρηση με το Βρετανικό Ναυτικό, η αντίδραση ήταν κάτι λιγότερο από ενθουσιώδης και πολλά μέλη πολεμικών πλοίων στασίασαν.

Αν και η εξέγερση ήταν βραχύβια, έπεισε τη γερμανική Ανώτατη Διοίκηση να ανακαλέσει τη διαταγή και να διατάξει την επιστροφή του στόλου στο Κίελο. Εκεί, θεωρώντας ότι είχαν ανακτήσει τον έλεγχο οι αρχές, συνέλαβαν 47 στασιαστές και τους κακομεταχειρίστηκαν.
Τοπικοί συνδικαλιστικοί ηγέτες, εξοργισμένοι από την αντιμετώπιση των ναυτών, οργάνωσαν πορεία διαμαρτυρίας. Στις 3 Νοεμβρίου αρκετές χιλιάδες άτομα διέσχισαν τους δρόμους του Κίελου με πανό που απαιτούσαν «Ειρήνη και Ψωμί».

Η στρατιωτική αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους και 7 διαδηλωτές σκοτώθηκαν. Σε 24 ώρες έγινε μεγάλος ξεσηκωμός από στρατιώτες, ναύτες και εργάτες σε ολόκληρη τη Γερμανία, με την απαίτηση να τελειώσει ο πόλεμος, να παραιτηθεί ο Κάιζερ και να καθιερωθεί η Δημοκρατία.
Εκείνη την περίοδο τα περισσότερα ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας εξακολουθούσαν να έχουν ξεχωριστές βασιλικές οικογένειες, αλλά σε λιγότερα από μια εβδομάδα όλες είχαν παραιτηθεί παραχωρώντας τη θέση σε δημοκρατικά εκλεγμένα Εργατικά και Στρατιωτικά Συμβούλια.

Στο Βερολίνο ο Φρίντριχ Έμπερτ, ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών, του βασικού αριστερού πολιτικού κόμματος, ανησυχούσε μήπως οι εξελίξεις πυροδοτούσαν μια κομουνιστική επανάσταση στα χνάρια της ρωσικής, βυθίζοντας τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο. Για να κατευνάσει τους επαναστάτες, ζήτησε από τον Κάιζερ να παραιτηθεί.
Εξοργισμένος ο φιλελεύθερος καγκελάριος του Ράιχσταγκ, ο πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν ανέλαβε πρωτοβουλία και έστειλε ένα τηλεγράφημα, ανακοινώνοντας την παραίτηση του Κάιζερ. Ο Κάιζερ έσπευσε να διαφύγει στην Ολλανδία, όπου και παρέμεινε έως τον θάνατό του το 1941.

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης  

Ο Μπάντεν παραιτήθηκε και στις 9 Νοεμβρίου, ο Έμπερτ ανακοίνωσε τη δημιουργία της δημοκρατίας με Καγκελάριο τον ίδιο.
Δυο μέρες αργότερα υπογράφτηκε η ανακωχή. Κατόπιν, ο Έμπερτ ασχολήθηκε με τους επαναστάτες που επιθυμούσαν να ξηλώσουν ολόκληρο τον μηχανισμό της προηγούμενης κατάστασης.
Στις αρχές του 1919 το νεοσυσταθέν Κομουνιστικό Κόμμα Γερμανίας προκάλεσε ένοπλες εξεγέρσεις σε πολλές πόλεις. Ο Έμπερτ τις κατέστειλε βίαια χρησιμοποιώντας τον στρατό. Για την Αριστερά ο Έμπερτ ήταν πλέον προδότης, ενώ η μιλιταριστική Δεξιά τον απεχθανόταν εξίσου επειδή είχε υπογράψει τη διαβόητη διάταξη περί «πολεμικής ενοχής» στη συνθήκη των Βερσαλιών.

Στις 19 Ιανουαρίου του 1919 ο Έμπερτ εγκατέστησε τη νέα συνταγματική κυβέρνηση όχι στο Βερολίνο, αλλά στη Βαϊμάρη, βάση των σπουδαίων συγγραφέων, Γκαίτε και Σίλλερ και πνευματική εστία του γερμανικού ουμανισμού. Τα επόμενα 14 χρόνια η δημοκρατία της Βαϊμάρης βρισκόταν αντιμέτωπη με την πολιτική αστάθεια και των υπερπληθωρισμό που είχαν προκαλέσει τα τιμωρητικά πολεμικά δάνεια.
Μέσα σε έναν χρόνο, μεταξύ 1921 και 1922, η αξία του γερμανικού μάρκου υποχώρησε από το 60 στο 8.000 έναντι του δολαρίου. Η γερμανική επανάσταση που σήμανε το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε το χάος από το οποίο ξεπήδησε ο λαϊκισμός και τελικά ο ναζισμός.

Πηγή: Το βιβλίο ολικής άγνοιας, Τζον Λόϋντ & Τζον Μίτσινσον, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here